Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

θα θελα να βαφτίσω κάποια θάλασσα

Φέρνω στο νου μου το Αιγαίον Πέλαγος
από μια αυτοχειρία που ονοματίστηκε,
στη θέα ενός ιστίου που έδειχνε θάνατο
κι απ’ την δειλία του ανθρώπου στην απώλεια

μα εγώ , Θα θελα να βαφτίσω κάποια θάλασσα
Όχι με αίμα μα με την αγάπη μου
Που όπως θα κυματίζει και θα απλώνεται
Να φέρνει τ’ όνομά σου ως τα πέρατα

Φέρνω στο νου μου το Ικάριον Πέλαγος
από μια πτήση μοιραία που ονοματίστηκε
απ’ την αποκοτιά –φορές- της άγριας νιότης
Που φυλακές δε θέλει μήτε κι όρια….

μα εγώ , Θα θελα να βαφτίσω κάποια θάλασσα
Όχι με αίμα μα με την αγάπη μου
Που όπως θα κυματίζει και θα απλώνεται
Να φέρνει τ’ όνομά σου ως τα πέρατα

Φέρνω στο νου τη θάλασσα του Ελλήσποντου
Που από το πόντισμα της Έλλης πήρε τ’ όνομα
Από την ψευδαίσθηση του ανθρώπου πως μπορεί
με το φευγιό να αποφεύγει ως και τη μοίρα του…

μα εγώ , Θα θελα να βαφτίσω κάποια θάλασσα
Όχι με αίμα μα με την αγάπη μου
Που όπως θα κυματίζει και θα απλώνεται
Να φέρνει τ’ όνομά σου ως τα πέρατα…

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

αεί

Γηράσκω αεί αρνούμενος
την τάξη που συνέχει αυτόν τον κόσμο,
βαυκαλίζοντας τον εαυτό μου
με παραμύθια ψευδεπίγραφων επαναστάσεων
με προδιαγεγραμμένο τέλος:
«τάχα δε σκύβω σε ζυγό
τάχα δεν υποκύπτω»…
μέχρι να ρθει η αλήθεια
και να χτυπήσει δυνατά τις κόρες των ματιών μου
όπως η πόρπη η οξεία
που στέρησε το φως απ’ τον Οιδίποδα…

Γηράσκω αεί αναλογιζόμενος
δόξες παλιές – του πνεύματος κυρίως-
που αφέθηκαν ανέγγιχτες από την υλοποίηση
και νίκες τροπαιοφόρες από μάχες
που δεν διεξάχθηκαν ποτέ
(κι όμως εγώ πως γίνεται να φέρω τις πληγές τους;)
κι ακούω συχνά σε ώρες περίσκεψης
-που όσο περνούν τα χρόνια τόσο πληθαίνουν-
μέσα στα αυτιά μου να βουίζει κάποια θάλασσα
εκείνη που δεν πέρασα ποτέ μου,
η πιο βαθιά κι αλαργινή, κι η πιο γαλάζια απ’ όλες

Γηράσκω αεί απολογούμενος
όχι για όσα επιχείρησα να κάνω κι απέτυχα οικτρά
μα για όσα εν γνώσει μου – από ατολμία κυρίως
ή από μια ανερμήνευτη που με κατέχει συστολή-
παρέλειψα να επιχειρήσω ή και να πω.
και για όλες τις φορές – κι είναι πολλές
κι όλο περσότερες όσο περνούν τα χρόνια-
που έκρυψα μες στις απαλάμες μου το πρόσωπο
μη δω, να μη με δούνε
πιστεύοντας πως εθελοτυφλώντας
μπορώ να επιβιώσω και να τραβήξω εμπρός

γηράσκω αεί αποδεχόμενος
πως έχω απ’ τη ζωή ταχτεί
μόνο ν’ απολογούμαι ή και να κάνω αναδρομές
με λόγο άλλοτε πεζό κι άλλοτε σχεδόν ποιητικό…
και τώρα το μόνο που παρακαλώ
-όλο και πιο θερμά όσο περνούν τα χρόνια-
είναι να το ‘κανα τουλάχιστον καλά
σαν να εξαρτιόταν από αυτό
η σωτηρία ολάκερου του κόσμου…