Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

κάτι πανάρχαιοι μύθοι


Σε λαβυρίνθους περπατώ απ’ όταν με θυμάμαι

Τις νύχτες δεν κοιμάμαι

Σκέφτομαι τα παλιά

Αρπάζομαι απ’ το μίτο σου κι ας μη σε λεν Αριάδνη

Φορώ κισσού στεφάνι

Απάνω στα μαλλιά


Και προχωρώ σ’ άγριους δρυμούς και σε παρθένα δάση

Φίδι μ’ έχει δαγκάσει

Ολόισια στην ψυχή

Η άρνησή σου δόκανο και μέσα ο νους μου επιάστη

Τυλίχτηκα στο αδράχτι

Κι έσπασα σαν κλωστή


Ποιος άραγε άδειασε θεός πάνω μας τη φαρέτρα;

Ποιος πέταξε την πέτρα

Στο τζάμι του καιρού;

Πως γέμισε η ζωή γυαλιά και κρύσταλλα σπασμένα

Όνειρα πεθαμένα

Στην άκρη του γιαλού ;


Από του χρόνου τα βαθιά και μέσα από τη λήθη

κάτι πανάρχαιοι μύθοι

ξυπνούν… κι εγώ μαζί

Θρηνώ με σένα ό,τι έχασα κι ας μη σε λεν Νιόβη

Στα δυο η ζωή με κόβει

Μα αρχίζω απ’ την αρχή

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

αναρρίχηση

προσχεδίαζα τις κινήσεις μου προσεκτικά πάντοτε ως τώρα περνώντας τις προθέσεις μου -νύχτα συχνά και λάθρα- ανάμεσα απ’ τα συρματοπλέγματα που είχαν στηθεί για να εμποδίσουν- τάχα- την διαφυγή τους από τους αφελείς που δεν υποψιάζονταν πως οι προθέσεις και τα όνειρα δεν καταδέχονται φραγή και πως από ένστικτο ή από ανάγκη επιβίωσης συχνά αναπτύσσουν ικανότητες δεινές αναρριχήσεως…

ανεξαρτήτως

δεν ήμουν δεκτικός στις αλλαγές όχι από κάποιαν εμμονή ή από δειλία μα από φόβο μήπως, διαταράσσοντας τα ήμερα νερά, τα ύδατα τα κατασταλαγμένα, έρθουν στην επιφάνεια παλιά επικαθήμενα ιζήματα… μέχρι που κοίταξα προσφάτως ένα ποτάμι κι έμαθα για τη σοφία της ροής κι άκουσα μέσα απ’ τον κελαρυσμό του τα λόγια του Εφέσιου φιλοσόφου κι ένιωσα πως δεν είμαι ο ίδιος πια και πως αλλάζω συνεχώς , έστω ανεπαίσθητα αθόρυβα έστω… τώρα πια γνωρίζω καλά ότι αυτό που λέω «εαυτό» δεν είναι παρά το άθροισμα μυριάδων εαυτών μου που διαδέχονται ο ένας τον άλλο ες αεί ανεξαρτήτως της θελήσεώς μου σαν μυστική ροή νερών, νερών που δεν κοιμούνται

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

το βουνό

εκείνο το βουνό που στέκει αγέρωχο απέναντί μου
δεν βρίσκεται τυχαία εκεί.
Μπορεί να υψώθηκε έπειτα από έκρηξη ηφαιστειακή
ή και να φανερώθηκε μέσα απ’ τη θάλασσα
όταν εκείνη αποφάσισε να μετοικίσει,
αιώνες πριν θεμελιωθεί το σπίτι μου
αιώνες πριν ετούτο το παράθυρο να ανοιχτεί αντικρύ του

κι όμως εγώ γιατί έχω την αίσθηση
πως βρέθηκε σε εκείνη ακριβώς τη θέση για να μου θυμίζει
πώς τα αγέρωχα αισθήματα αντέχουνε στο χρόνο;
ή να μου υπομιμνήσκει στις ώρες της κατήφειας
ότι η κορφή προϋποθέτει πάντα ανάβαση;
ή ακόμη να με συμβουλεύει πως για να έρθει η άνοιξη
πρέπει πρωτύτερα να ασπρίσουν οι κορφές
να πέσουνε τα φύλλα;

οποία αλαζονεία αλήθεια να πιστεύω
ότι μετατοπίστηκεν ολάκερη η θάλασσα
ότι εξεράγη ολάκερο ηφαίστειο
ότι γεννήθηκε ή αναδύθηκεν ολάκερο βουνό
μόνο και μόνο για να μπορώ εγώ έπειτα από αιώνες
να στέκομαι και να ονειροβατώ μπροστά του…

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

επίκληση στις αιώνιες γυναίκες

σε διαδρόμους το μυαλό μου όλο κύκλους κάνει
ψάχνοντας το επιμύθιο στους δικούς μου μύθους
έλα απόψε δώσ’ μου μίτο να πιαστώ Αριάδνη
το σκοτάδι με κλειδώνει σ’ άγριους λαβυρίνθους

Στους αναίμακτους βωμούς σου, λαξευτούς στην πέτρα
να εξιλεωθώ ονείρων έθυσα Εκατόμβη
δέχομαι βροχή από βέλη, τις πληγές μου μέτρα
θάλψε με στην αγκαλιά σου μάνα μου Νιόβη

Δωσ’ μου προσμονή αιώνων λάκαινα Ελένη
μάθε με να περιμένω στα χτιστά μου τείχη
το κορμί μου το ποθήσαν άγριοι πολέμοι
μα κι η ίδια η ψυχή μου το εγκαταλείπει

Λίγη ώχρα απ’ τις παρειές σου, δώσ’ μου Περσεφόνη
με μαυλίζουν, κι υποκύπτω, σκέψεις παλλακίδες
μα αν πεθαίνω, αναγεννιέμαι κάθε που νυχτώνει
βρίθουν τα κοιτάσματά μου από βαθιές ελπίδες

δαίμονες

χορεύω απόψε με τους δαίμονες του εντός μου
και τους κερνώ κρασί γλυκό να τους μεθύσω
να πάψουνε να με γυρνούν συνέχεια πίσω
σ’ ό,τι στη λήθη είχε απωθήσει το μυαλό μου

Χαμογελώ στον εαυτό μου στον καθρέφτη
με υποκρισία περισσή, κι ύφος διαβόλου
δεν άλλαξες του λέω από χτες καθόλου
κι αν άλλαξες λιγάκι ποιος θα το προσέξει

Κρύβω μες τις παλάμες μου το πρόσωπο μου
κίνηση οικεία σε στιγμές απελπισίας
δικάζοντας σε ηθελημένη αβλεψία
τις κόρες , κι ας διψούν για φως, των αματιών μου

Ο ήλιος λάμπει πάνω απ’ τα ερείπιά μου
κι εγώ χαμένος στα ρηχά δικού μου κόσμου
ότι μου στέρησες ζωή αμέσως δωσ’ μου
δεν τα ζητιάνεψα τ’ αξίζω είναι δικά μου

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

μέχρι

συγκίνηση με πλημυρίζει
κάθε που αγγίζω με την αφή της μνήμης μου
την απουσία σου
ένα περίεργο μυρμήγκιασμα στις φλέβες μέσα έρπει
σαν να γυρίζω έπειτα από καιρό σε τόπο αγαπημένο
σε εδάφη πάτρια και σε γενέθλια χώματα
και βρίσκω απαράλλαχτο τον τόπο
σπίτια και δέντρα και νερά , στην ίδια θέση
και πρόσωπα αγαπημένα να με καρτερούν
ως άλλοτε πίσω από παραθύρια ολάνοιχτα
κι αυλές ασβεστωμένες ….

αλλά γιατί εκπλήσσομαι;
χάνονται οι άνθρωποι ποτέ που μας αγάπησαν;
ή μήπως τους κουβαλάμε μέσα μας συνέχεια
μέχρι κι εμείς να γίνουμε σκιές χιμαιρικές κι αέρινα όντα
στη μνήμη μέσα και στα αισθήματα
των επιγενομένων ;