Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

βλέμματα λοξά

βλέμματα λοξά
σ’ ότι πεθαίνει άδοξα
ρίχνω τις νύχτες που ο χρόνος σταματά
κι όσα είχα απωθήσει μες στης μνήμης τα κελιά
βγαίνουν και σμίγουνε καινούρια και παλιά

μέσα στο μυαλό
μέσα σε σπήλαιο άσπιλο
πλάι στο ποτάμι με το ακοίμητο νερό
έχω εκεί κρυμμένο κάτι που το νοσταλγώ
μια αγάπη που δεν κράτησε πολύ καιρό

βλέμματα λοξά
στου κόσμου τα παράδοξα
ρίχνω τις νύχτες που η ψυχή μου αλυχτά
που δεν υποφέρει πια να ζει μες στον πηλό
μα θέλει λέει να περπατά γιαλό- γιαλό…

πίσω απ’ τα ορατά
θωρώ θεριά θεόρατα
και το θεό με το ένα μάτι να κοιτά
κάθε του ματιά , μέσα μου δίκοπη σπαθιά
για όσα δεν έκανα και έκλαψα μετά…

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

μια θέση στ' όνειρο

Τα πάθη μου τ’ ανθρώπινα σκύβω και προσκυνώ τα
δίψα για δόξα του μυαλού, της σάρκας για ηδονή
ξέροντας όμως τα στερνά ότι νικούν τα πρώτα
πάντα στα αισθήματα έβαζα μιαν οριογραμμή

σαν αγαλμα που ερίζουνε γι αυτό χίλια μουσεία
νιώθω, μα τ’ αποφάσισα απ’ το μάρμαρο να βγω
κι υπερνικώντας του κορμιού τη νεκρική ακαμψία
να περπατήσω αέρινος πιο πάνω απ’ τον καιρό

δεν σας αντέχω πια στεριές, βουνά δε σας αντέχω
γιατί η ψυχή μου πλάστηκε από αρμυρό νερό
δεν έχω πια υπομονή, μήτε κι ανάγκη έχω
να ζητιανεύω στ’ όνειρο, μια θέση διεκδικώ

να αποτινάξω την βαριάν αποφορά χωμάτου
θέλοντας, δρόμους στο νερό θα ανοίξω να διαβώ
δική μου είναι η ζωή, κι ας ειν’ του πεταμάτου
ετούτη μου ‘λαχε κι εγώ ετούτην αγαπώ

κι αν βυθιστώ όπως βούλιαξαν κάποια αρχαία ναυάγια
κατάφορτα πιθαμφορείς με σαμιακό κρασί
κάλλιο να ζω στη θάλασσα με του βυθού τα χάδια
παρά σ’ όσα μ’ αφήσανε με την ψυχή μισή

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

αγάπη λαχταρίζω

Πώς να μερώσω τη φωνή που όλο μου λέει: ξεκίνα !
πέρνα το ύψος των βουνών, των θαλασσών τα πλάτη
φτάσε ως την άκρη των ακριών, καν’ την ψυχή σου κύμα
κάνε το σώμα σου χορδή, κι ας τεντωθεί, κι ας σπάσει

Πώς να φιλιώσω μέσα μου τις δυο φυλές που ερίζουν
η μια κρατά από Ανατολή κι η άλλη από τη Δύση
αίμα, τα χέρια, τα μαλλιά, τα χνώτα τους μυρίζουν
για την ψυχή μου ποια απ’ τις δυο θα πάρει, θα κερδίσει

Και λέω : θέ μου βόηθα με , θέ μου ξεμίστεψέ με
απ’ του μυαλού του διχασμό κι απ’ του κορμιού τα βάρη
κι όρκο σου μνόω τον πιο φριχτό κι αν θέλεις πίστεψέ με
ποτέ μου θάλασσα μη δω, μην ξαναδώ φεγγάρι

Πώς να μπορέσω να υπερβώ τα σύνορα του κόσμου
που κάθε νύχτα τα χαλώ και κάθε αυγή τα χτίζω
δίχως φεγγίτες κι εμπατές ολόγυρα απ’ το εντός μου
κι αιώνια πένομαι από φως κι αγάπη λαχταρίζω…

Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

τι όνειρα

Βραδιάζει χάνεται το φως
κι ως του θανάτου ο αδερφός
τα βλέφαρά μου κλείνει
αδειάζει μονομιάς ο νους
και δραπετεύω σ’ ουρανούς
που χουν φεγγάρια ασήμι

Κόντρα στης μοίρας τις βουλές
φτάνω κοντά στις εκβολές
στο Δέλτα των ελπίδων
στους φόβους που καραδοκούν
πετώ για ν’ αλληλοσφαχτούν
μήλο των εσπερίδων

κι εκεί στης Στύγας το νερό
με όρκο δένω το θεό
-τι κι αν θεό δεν έχω-
να μη μου στείλει στη ζωή
ότι σιχαίνεται η ψυχή
κι ότι μπορώ να αντέξω

χαράζει, γύρω μου ερημιά
και δεν ακούω φωνή καμιά
δεν βλέπω ανθρώπου ίσκιο
σαν χέρια σφίγγουν το λαιμό
τα όνειρα που έλαχε να δω
κι απόψε μες στον ύπνο

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

έφερα τη ζωή ως εδώ

έφερα τη ζωή ως εδώ
σε τούτη τη βαθιά σπηλιά,
μέσα στη θάλασσα
πατώντας πάνω στο λαιμό
το αλαζονικό μου «εγώ»
και δε μετάνιωσα

πότε σε τούτο το βυθό
έφτασα με μιαν αναπνιά;
δεν πήρα είδηση
πως με μονάχα ένα φακό
μέσα βαθιά μου προχωρώ
ως τη συνείδηση;

με τα δελφίνια κολυμπώ
διάφανες μέδουσες με προσκαλούν
στο σπίτι τους
κοχύλια από γυαλί θαμπό
διάπλατα ανοίγουν για να μπω
μες στα κελύφη τους

έφερα τη ζωή ως εδώ
τα είδωλά μου τα χρυσά
κάτω γκρεμίζοντας
και με μια φτέρνα από χαλκό
τον φόβο μήπως και χαθώ
άγρια λακτίζοντας

μέρα με την ημέρα

εξερευνώ τους βυθούς της ψυχής μου
σιγά - σιγά και συνετά
πηγαίνοντας όλο και πιο βαθιά
μέρα με την ημέρα
κι αναγνωρίζοντας ήττες, αδυναμίες ,οπισθοδρομήσεις
που μέχρι τώρα μόνο από πείσμα
αρνιόμουν να παραδεχτώ…
και δεν εκπλήσσομαι
γνωρίζω πια καλά πως η σοφία του μυαλού
είναι το αντίτιμο που δίνει ο χρόνος
αντί του ξεπεσμού που όλο οδηγεί τη σάρκα

κι ως ανιχνεύω την πορεία
που πήραν τα βήματά μου
ακολουθώντας μια νοητή γραμμή πλάι στη θάλασσα
την χαραγμένη ή παραχαραγμένη
από πριν , από άλλους,
από τα ίδια μου τα ίχνη
υποθέτω την ύπαρξή μου σ’ ένα άλλο χρόνο
πριν από σένα
και πριν από μένα ακόμη

κι ακούω τις λέξεις μου να λαχανιάζουν στον ανήφορο
τα λιγοστά ουσιαστικά μου
και τα πολλά άρρητα ρήματα μου
που είναι κλιτά μονάχα στον αόριστο
σ’ ένα τετελεσμένο δυστυχήν αόριστο
που μου στοιχειώνει το παρόν
μα που με κάνει μέρα με την ημέρα
όλο και πιο σίγουρο
πως κάποτε- τουλάχιστον- υπήρξα…

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

φύση μου άπληστη

Μια ζωή εδώ περιμένω
κάρβουνο ζεστό αναμμένο
μες στις στάχτες μου
να φυσήξει ένας αέρας
και να πάρει πέρα ως πέρα
τις απάτες μου

έχω λέει την εξουσία
κι οδηγώ την φαντασία
σε γη απάτητη
κλείνω τις σιωπές σε γυάλα
μες τα τόσα θέλω κι άλλα
φύση μου άπληστη!

διαφεύγω από μια θύρα
βλέπω φως από σπινθήρα
έτσι ανέλπιστα
βρίσκω ήθος μέσ’ τα αήθη
λήθη, μνήμη, μνήμη, λήθη
πως μπερδεύτηκα!

παίρνω του σεισμού το σείσμα
και στης σκέψης μου το κτίσμα
δίνω δόνηση
μήπως και από την συντέλεια
αρχινίσει απ’ τα θεμέλια
η αναδόμηση

πίνω το κρασί του Μίδα
κι ό,τι έζησα ό,τι είδα
παρανάλωμα
μ’ έπαρση κι αλαζονεία
ζω ξανά την εφηβεία,
το μεγάλωμα

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

γρήγορο νερό

μες στον καθρέφτη μου θολό
το ραγισμένο μου είδωλο
«δε μοιάζω απλά με σένα»
μου λέει με κάποιαν έπαρση
«εσύ ‘σαι εγώ κι εγώ είμαι εσύ
κι οι δυο μαζί κανένας»

τα αινίγματα μου τα πολλά
μαζί λυμένα κι άλυτα
στο νου πλέκουν πλεκτάνη
που πάω; ποιος είμαι; τι ζητώ;
ποιος μ’ αγαπά; ποιον αγαπώ;
μήπως έχω πεθάνει;

κι εσύ μου λες με φως πλαστό
τις νύχτες να φωταγωγώ
δάδες, πυρσούς, φανάρια
μέχρι να φτιάξω απ’ τα μισά
που βρήκα μα δε ένωσα
ολάκερα φεγγάρια

μα να προσμένω δεν μπορώ
εγώ είμαι γρήγορο νερό
στο αυλάκι κάποιου δρόμου
θέλω να τρέξω μακριά
και να χυθώ μ’ άλλα νερά
στις θάλασσες του κόσμου

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

απόκοσμος θίασος

Εδώ μες στον περίκλειστο που ασφυκτιώ λιμένα
στην αϋπνία της νυκτός, στην άπνοια της σιωπής
σκέφτομαι : όσα αγάπησα , ήταν καράβια ξένα
σταγόνες μιας απότομης κι εφήμερης βροχής

Τα είδωλα της νιότης μου κι αυτά επιχρυσωμένα
που όπως ξεφτίζουν φαίνεται ο ευτελής πηλός
κι εσένα βλέπω που ψηλά σ’ είχα, πάνω από μένα
μα έκρυβες όχεντρας ψυχή σε σώμα γυναικός

κι απάνω που έλεγα ζωή σ’ έζησα τώρα … γεια σου
κι είχα στις διαψεύσεις μου δοθεί αμαχητί
σαν ξάφνου απόκοσμου οι φωνές να με ξυπνούν θιάσου
και μια απαλή να ακούγεται στο βάθος μουσική

και θεατρίνοι γύψινα που φέρουν προσωπεία
με βήματα θεατρικά, σχεδόν χορευτικά
με παίρνουν κι όπως χάνομαι μέσα στην ουτοπία
δε σκέφτομαι μήτε το πριν μήτε και το μετά

κι από ψηλά όπως κοιτώ πατώντας στους κοθόρνους
τα πιο μεγάλα βάσανα μοιάζουν μηδαμινά
κι αποφασίζω κι εκχωρώ σκήπτρα, εξουσία, θρόνους
στη φαντασία που μαζί με μένα δε γερνά

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

ίσως σωθείς

κλείνω τα μάτια,
ο χρόνος τρέχει
πίσω δεν έχει
σ’ ότι περνά
τρέχουν οι μέρες
χιονίζει, βρέχει
κι όποιος αντέχει
τις προσπερνά

μα εγώ είμαι πάντα
λίγο πιο πίσω
που να τολμήσω
μπροστά να βγω
για μένα είναι
κάθε μου ίσως
κάθετο ύψος
προς το κενό

κλείνω τα στόρια
το φως σκοτώνει
ως φανερώνει
τα σκοτεινά
μόνος μου μ’ ένα
μονό σεντόνι
ψάχνω μπαλκόνι
κάποια αγκαλιά

μα όλο προσθέτω
στη σκόνη ,σκόνη
στο χιόνι , χιόνι
κι όλο απορώ
το φως που πάει
όταν νυχτώνει
πως ξημερώνει
στον ουρανό

Θνητή μου σάρκα,
φριχτή μου αιγίδα
είσαι παγίδα Θανατερή
έρμαιο στου χρόνου
την καταιγίδα
μα υπάρχει ελπίδα
κι ίσως σωθείς

μακάρι

Όσοι έχουνε αντί ψυχή, μαύρο σκληρό γρανίτη
επιβιώνουν –σου ‘λεγαν- σε τούτο τον καιρό
τους πίστεψες και πιάστηκες στο ίδιο σου το δίχτυ
πνίγοντας σε μια κουταλιά τα αισθήματα νερό

Και ξάφνου είδες γύρω σου να συνωθούνται χίλιοι
άνθρωποι που κατάσαρκα το δέρμα είχαν φιδιού
κυνέρωτες με κόκκινα νύχια μαλλιά και χείλη
η λάμψη που τους κάλεσε του δολερού χρυσού

σαν την προπαίδεια έμαθες καλά να προσποιείσαι
ντυμένος στης ευτέλειας τα ρούχα τ’ ακριβά
ότι έχεις είσαι …κι όχι πια ότι στ’ αλήθεια είσαι
μα μέσα σου φριχτό κενό νιώθεις καμιά φορά

είναι τις νύχτες που το φως σου ρίχνει το φεγγάρι
που της συνείδησης η ηχώ μέσα σου ξαγρυπνά
και λες ας ήμουν άνθρωπος για μια στιγμή μακάρι
να αγάπαγα, να αγαπηθώ λιγάκι αληθινά

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

σκυτάλη

Στην κοίτη του μεγάλου ποταμού
ολόιδιες όλες της βροχής οι στάλες
κι εγώ ένα απ’ τ’ αστέρια τ’ ουρανού
που έχω ακόμη εμπρός μου νύχτες κι άλλες

Δεν με φοβίζει του καιρού η ορμή
τον θάνατο τον έχω ξεπεράσει
και χαίρομαι που σε σαθρό κορμί
κρύβω ψυχή που αρνείται να γεράσει

Μπροστά μου είναι ακόμη τα πολλά
λέω μέσα μου, κι ας με χωρίζει τείχος
απ’ όλα όσα ήθελα …αλλά
η τόλμη μου όλη κι όλη ένας στίχος

δεν θλίβομαι που βράδιασε νωρίς
που νύχτωσε καθόλου δε με νοιάζει
κι αφήνομαι στα χέρια σου χωρίς
η αγάπη τώρα πια να με τρομάζει

σοφότερος να γίνομαι; Μπορεί
που σκέφτομαι : «υπάρχει μέλλον» πάλι
που βλέπω απ’ το σκοτάδι, της αυγής
το φως, να παίρνει πάλι τη σκυτάλη

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

για ένα σου νησί

Ποιος μ’ έριξε στον άγριο κι άξενο πόντο τούτο
της σάρκας προμηνύματα ποιος θάνατος της στέλνει
και ποιος της νύχτας τη σιωπή διχοτομεί και τέμνει
ακούω φωνές , ποιος τραγουδά, ποιος παίζει το λαγούτο

ποιος μέσ’ στης μνήμης την πλεκτή, να μ’ έπλεξε πλεκτάνη
ποια ανάγκη τάχα των ματιών για φως από το φως σου
μ’ ώθησε να οραματιστώ πως πάνω στο λαιμό σου
ακούμπησα ενώ καιρό πολύν έχω πεθάνει

και είπα: «σου πρέπουν πέλαγα να διαφεντεύεις χίλια
χίλιες παλίρροιες κι άμπωτες χίλιων βυθών πανίδα
εσένα δε σε γέννησε μια μάνα, μια πατρίδα
είσαι παντού : στο μέσα μου, στα μάγουλα στα χείλια

κι εσύ μου πικρογέλασες και μου πες: « ξεκουράσου
τα οράματα αληθινά βγαίνουν σαν τα πιστέψεις
αγάπη μην καταδεχτείς ποτέ να ζητιανέψεις
την μοναξιά σου νίκησε, τον πόνο καταράσου»

μα εγώ που δέθηκα σφιχτά με κόμπο που δε λύνει
σ’ έναν ιστό ν’ αναζητώ στ’ ανούσια την ουσία
θα ‘δινα τη Μεσόγειο κι όλη τη Μικρασία
για ένα μόνο σου νησί, μια Κω μια Μυτιλήνη …

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

θα επιστρέφω

άλλαξαν οι εποχές κι εγώ καθηλωμένος
στα ίδια πάντα, να ονειρεύομαι τα ίδια
σαν βασιλιάς παραμυθιού μαρμαρωμένος
που έχει στη σκέψη όσα δεν έκανε ταξίδια

Το σώμα μου βαριά απ’ το λάβδανο μυρίζει
ίσως σωθώ, κι αν δε σωθώ θα περιμένω
τριγύρω η νύχτα κύκλος άκεντρος γυρίζει
μα εγώ τη μνήμη σου κρατώ, πυρσό αναμμένο

τα βήματά μας που άλλοτε συμπορευτήκαν
ίχνη αφήσανε βαθιά στου νου την άμμο
κι είναι μοιραίο ,να ξέρεις, όσοι αγαπηθήκαν
να φτάνουν ως κι από το θάνατο πιο πάνω

Βάρυνε μέσα μου η ψυχή κι έγινε πέτρα
μα όπως βυθίζομαι στη θάλασσα , σου γνέφω
μέχρι το δέκα σιγανά σου λέω μέτρα
κι αν φύγω ως μνήμη πάντα πίσω θα επιστρέφω

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009

σ' όποιαν εποχή

σ’ ένα ιερό της Ίσιδος κάπου στις Θήβες
ως μ’ έλουζες στα σκοτεινά σ’ ένα λουτήρα
μου ‘πες μαζί θα ξεγελάσουμε τη μοίρα
κι ύστερα γίναμε στην άμμο πυραμίδες

καθώς τα χέρια μας σμιλεύαν του Φειδία
πα στη ζωφόρο τη λευκή του Παρθενώνα
μου πες θα σ’ αγαπώ ως τη δύση του αιώνα
και στην πεντελική αφεθήκαμε ακαμψία

Τη νύχτα που έσβηνε στη λήθη η Πομπηία
σ’ εναγκαλίστηκα φορά στερνή και πρώτη
μου ‘ταξες να μου δόσεις την αιώνια νιότη
κι ύστερα γίναμε δυο γύψινα εκμαγεία

σ’ είχα και πλάι μου, και μέσα και κοντά μου
μαζί μου σ’ όποιαν εποχή σ’ όποια πατρίδα
τώρα κοιμάμαι μοναχά με την ελπίδα
να ρθεις και στ’ όνειρο ν’ αγγίξεις τα μαλλιά μου

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

ο τρελός

Εσένα που πριν γεννηθείς έπρεπε να σαι άνδρας
που μπόρεσες και γδύθηκες τη σάρκα που γερνά
και φόρεσες το πράσινο δέρμα της σαλαμάνδρας
να ξεγελάσεις τον καιρό που γρήγορα περνά

Σ’ είπαν τρελό μόνο επειδή ήθελες κάθε τόσο
να βγαίνεις και στου φεγγαριού να λούζεσαι το φως
που είπες μια μέρα: « το θεριό του χρόνου θα σκοτώσω
και μετά θάνατον θα βρω τρόπο εγώ να ζω»

Περνούσες απ’ τα σύννεφα τ’ ουράνιο άγγιζες τόξο
και κάθε π’ έβρεχε ήσουνα ένα με τη βροχή
και τους ανθρώπους ξέχναγες που σε πληγώναν τόσο
σε μια άνωση αφηνόσουνα του νου σου μαγική

«τι να την κάνω την ψυχρή- έλεγες - λογική σας
εγώ ‘χα γι’ άλλον ουρανό και γι’ άλλη γη πλαστεί
για σάς μετράει πιο πολύ η ύλη απ’ την ψυχή σας
δυο πιθαμές δεν σκέφτεστε θα πάρουμ’ όλοι γης»

και ένα πρωί το σώμα σου που βρήκε ξυλιασμένο
μέσα σ’ ένα χαρτόκουτο, κάποιος περαστικός
ένα χαμόγελο ήτανε στα χείλη σου αφημένο
σαν ένας προς το θάνατο στερνός σου χλευασμός

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

δε μένω εδώ

Μου λες πως πρέπει να ανοιχτώ
και να νικήσω το θεριό
της μοναξιάς το δράκο
πως πρέπει να εγκατασταθώ
πάνω σε χώμα στερεό
πάνω σε βράχο

μου λες πως πρέπει να απλωθώ
να βγω εκεί έξω και να δω
πως ζούνε όλοι οι άλλοι
μα εγώ στα «πρέπει να και… να»
σου λέω: δε γυρνώ ξανά
στον κόσμο πάλι

γιατί δε μένω πια εδώ
είναι καιρός που έχω φύγει
σε σπίτι πάνω στο νερό
πλέω, δεν έχω σταθερό
τόπο, μα μήτε και θεό
να μ’ αποφύγει

μου λες πως πρέπει να σωθώ
να βρω μιαν άκρη να πιαστώ
κάποια στεριά ν’ αράξω
την ουτοπία μην κυνηγώ
κι απ’ τη θαλάμη μου να βγω
πολλά ν’ αλλάξω

μου λες πως πρέπει να πειστώ
πως δεν αξίζει να πετώ
με τα φτερά μου μόνο
μα εγώ στα πρέπει να και να
σου λέω δεν γυρνώ ξανά
πίσω στον κόσμο

γιατί δε μένω πια εδώ
είναι καιρός που έχω φύγει
σε σπίτι πάνω στο νερό
πλέω, δεν έχω σταθερό
τόπο, μα μήτε και θεό
να μ’ αποφύγει

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

άγριες μνήμες

Χαμήλωσαν τα σύννεφα και βρέχει άγριες μνήμες
Θυμάμαι, σ’ είχα αγκαλιά κι ήσουν κλωνί από δυόσμο
Κοιμήσου έλεγα αγάπη μου μα κι αύριο μέρα είναι
Θα βγούμε τότε, και θα δεις , θα αλλάξουμε τον κόσμο

Και κράταες στην παλάμη σου τ’ ολόγιομο φεγγάρι
τα μάτια σου απύθμενοι βυθοί, γαλάζιου πόντου
κι έλεγα να γινότανε να μ’ έπαιρνες μακάρι
κει που ανταμώνουν οι γραμμές θαλάσσης κι οριζόντου

Ξαγρύπναε στην ανάσα σου το φύσημα του ανέμου
κι εγώ στις διαθέσεις του άφηνα όλα τα ιστία
Κι έλεγα φύσα αέρα μου κι όλο δυνάμωνέ μου
Και δε με νοιάζει να χαθώ , αρκεί να είσαι η αιτία

Χαμήλωσαν τα σύννεφα και βρέχει άγριες μνήμες
Ξημέρωσε κι όπως σκορπάς μαζί με το φεγγάρι
Μου λες : «κοιμήσου αγάπη μου μα κι αύριο νύχτα είναι
θα ρθω ξανά και θα με δεις, ο ύπνος σαν σε πάρει»

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

περιμένω ακόμη

Περιμένω ακόμη τις νύχτες
Τις νύχτες τις ατελείωτες
να προελάσουν
εκείνες που να γιγαντώσουν μέσα μου
τον πόθο να ξεφύγω από την ένδεια του φωτός
και θα με ωθήσουν τα βλέφαρα να ανοίξω
και δια γυμνού οφθαλμού να δω και πάλι
τη διαύγεια των αυγινών οριζόντων
που ονειρεύτηκα.
Γνωρίζοντας καλά
πως αν υπάρξει πλήρης έλλειψη φωτός
από ένστικτο και μόνο επιβίωσης
θα το αναζητήσω

Περιμένω ακόμη την κατάρρευση.
Την κατάρρευση την ισοπεδωτική
να έρθει
Των άλλοτε πιο λατρευτών μου ειδώλων
εκείνη που θα γεννήσει μέσα μου
την επιθυμία της ανοικοδόμησης…
Γνωρίζοντας καλά, πως οι πιο σταθερές δομές
είναι αυτές που χτίζονται απάνω σε σαθρά εδάφη
κι απάνω σε χαλάσματα.
Έτσι ανέκαθεν γινόταν με τους πολιτισμούς
όσους κι αν γέννησε στο πέρασμά του
το ματαιόδοξο γένος των θνητών…

Περιμένω ακόμη τις λέξεις
Τις λέξεις τις κατάλληλες…
να μου δοθούν
Εκείνες που θα εκφράσουν τα πιο μεγάλα μου συναισθήματα
που στάσιμα εδώ κι αιώνες σκουριάζουν
σαν κοιτάσματα σιδήρου
κάτω απ’ το χώμα, κάτω από τους βράχους
που τα καταπλάκωσα….
Γνωρίζοντας καλά
πως όσο υπάρχουν κάπου μέσα μου ,
έστω θαμμένα, έστω ανέκφραστα
υπάρχει η ελπίδα να μετασχηματιστώ
κάποτε σε άνθρωπο

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

ακρίδες

Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις με βλέφαρα κλειστά
πετώντας μες στη θάλασσα διαβήτη και πυξίδα
δε θες να ξέρεις αν νησί θα σου φανεί μπροστά
ή οι πέτρες οι αλληλόκρουστες που κλειούν την Προποντίδα

κι έωλος μέσα στου Αίολου τα δώδεκα παιδιά
αφήνεσαι και χάνεσαι δίχως να περιμένεις
πως ξάφνου από το πέλαγος θα αναδυθεί στεριά
και πάνω της μια εκκλησιά πως θα χει ασβεστωμένη

βουτάς μες στον εξαίσιο βυθό με μια αναπνιά
βγαίνεις στα κίτρινα ,πηχτά νερά έξω απ’ τη θήρα
βλέπεις καπνό να ανηφορεί στον ουρανό ψηλά
κι αντί να φύγεις λούζεσαι στη λάβα του κρατήρα

κι ύστερα παίρνεις να πετάς με κέρινα φτερά
στου ήλιου το δίσκο που ποτέ από κοντά δεν είδες
κι ως χαίρεσαι τη ζέστη του κάτω σου καθαρά
βλέπεις όσα σε τρόμαζαν μικρές, μικρές κουκίδες

θάβεις τα όσα ήθελες να ζήσεις μα δε ζεις
βάζοντας στο άδειο από φωνή μισάνοιχτο τους στόμα
κέρμα από άργυρο ακριβό που κάποτε είχες βρει
αρχαίο, που είχε ανάγλυφη πάνω του μια χελώνα

γράμματα ιερογλυφικά διαβάζεις φωναχτά
επάνω σε αιγυπτιακές από ήλεκτρο σφραγίδες:
«Όσα φοβάσαι πέρασαν , μα άλλα έρχονται μπροστά
Φυλάξου… φύσηξε νοτιάς, θα βρέξει πάλι ακρίδες»

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

να μ'αγαπάς

Εμένα ν’ αγαπάς κι όταν θα λείπω
Μέχρι ν’ ανηφορίσει ο καιρός, να μ’ αγαπάς,
Και να συγκατανεύσει
Στο άγριο κάλεσμα του έρωτα
Και μέχρι μέσα από τις λέξεις μας
Να ανοιχτεί ένας καινούριος κόσμος
Όλος άνοιξη
Πατρίδα για όλους που αγαπήθηκαν.
Αιώνια, αδιάψευστη παντοτινή

Εμένα να αγαπάς κι όταν θα λείπω
Μέχρι να υπάρξει εκείνη η εποχή, να μ’ αγαπάς
Που θα γεννιόμαστε όποτε θέλουμε
Και θα πεθαίνουμε μόνο όταν παύουμε ν’ αγαπιόμαστε
Μέχρι που στην επιθυμία μας μπροστά
Υποκλιθεί ολάκερο το σύμπαν
Μέχρι να ανοίξει το στερέωμα
Και να εμφανιστεί το αργυρό διάδημα της σελήνης
Που συντρόφεψε τους έρωτες της εφηβείας μας…

Εμένα να αγαπάς κι όταν θα λείπω
Κι όταν θα είμαι στον παράδεισο να μ’ αγαπάς
Εκεί που θα με στείλει η πίστη στην αγάπη σου
Και μέχρι να ρθουν οι μέρες
Που τα σώματα δε θα τα χωρίζει μήτε κι η τάφρος του θανάτου
Και τα πελάγια χάσματα θα υποθάλπουν τα στεριανά μας όνειρα
Τα αιώνια, τα’ αδιάψευστα , τα παντοτινά

Εμένα ν’ αγαπάς κι όταν θα λείπω
Κι όταν θα είμαι μια απλή φωτογραφία να μ’ αγαπάς
Μέχρι να ρθει εκείνο το διάστημα του χρόνου
Που θα μπορούμε να αγγίξουμε ξανά
Τη σάρκα όσων έχουν φύγει
Μέχρι να δούμε πάνω πολύ και πέρα από την όρασή μας
Και να με θες δικό σου για μια, για δυο ζωές
Παντοτινά, μέχρι το άπειρο

Εμένα ν’ αγαπάς κι όταν θα λείπω
Με βλέφαρα κλειστά να με αφήνεις να σε οραματίζομαι
Ιδανική που γέννησες όσα δε σκέφτηκα ακόμη
Μέχρι να χτίσει τις αψίδες του ο ουρανός
Και να περάσουν από κάτω τροπαιοφόρα τα’ άστρα
Και μέχρι η λάμα του φεγγαριού διχοτομήσει
Την άτμητη νύχτα
Κι ο ήλιος δυναστεύσει στους κάμπους
Πάνω απ’ τα χόρτα που δεν κουράστηκαν να πρασινίζουν

Εμένα ν’ αγαπάς κι όταν θα λείπω
Μέχρι τα χελιδόνια να παύσουν να μεταναστεύουν να μ’ αγαπάς
Κι η θάλασσα να κουραστεί να κυματίζει
Μέχρι οι κρίνοι να σταματήσουν ν’ αναδίδουν λευκότητα
Και μέχρι οι κύκνοι να αρνηθούνε το νερό.
Εμένα ν’ αγαπάς, μονάχα εμένα
Μέχρι το άπειρο
Γιατί ανώτερος εγωισμός δεν είναι από του έρωτα

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

ο δεσπότης του Μορέως

Όταν εστάλη στο Μοριά να κυβερνήσει ο Μανουήλ
ήταν εικοσιτρίω χρονώ και κάτι
μα ήδη στην τέχνη του πολέμου έμπειρος
και της διοικήσεως βεβαίως
-άλλωστε αλλιώς γιατί να τον εμπιστευτεί ο Ιωάννης
και να τον στείλει
μες στην καθημαγμένη Πελοπόννησο
Δεσπότη-;

Μα δεν ανέμενε κανείς πως θα το κατορθώσει
μέσα σε λιγοστό καιρό να υποτάξει
κάτω απ’ το σκήπτρο του τους ντόπιους άρχοντες
που μέχρι τότε ανενόχλητοι λυμαίνονταν την ύπαιθρο
κι έπαιρναν τα γεννήματα της γης
σιτάρια και κριθάρια
κι ήταν πολύ εχθρικοί κι απρόθυμοι
στη νέα εξουσία του Μανουήλ
κι αντισταθήκανε με λύσσα περισσή στα σχέδιά του

Κι όταν το εκατόρθωσε κι εστέφθη εν δόξει και τιμή
Δεσπότης – πρώτος τον τίτλο φέρων- του Μορέως
πολλοί τον κατηγόρησαν πως θεμελίωσε την εξουσία
στα πτώματα απάνω των αντιφρονούντων του…

Κι εκείνος
-νομίζω ήταν στην τελετή των εγκαινίων
της νέας των ανακτόρων πτέρυγας -
γνωρίζοντας καλά τι λέγεται στα καλντερίμια του Μυστρά ,
πίσω απ’ την πλάτη του,
χαμογελώντας έσκυψε και είπε σιγανά
στ’ αυτί του πιο πιστού, του πιο υποτακτικού του ευνούχου:
«τώρα , μπορώ επιτέλους να πω με σιγουριά
πως θα μακροημερεύσω
ως δεσπότης του Μορέως»