Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2007

μαμά πετάω

μάνα δεν είμαι πια παιδί περνούν τα χρόνια
κι εσύ πολύ βιαζόσουν να με μεγαλώσεις
σύρθηκα για να βρω την ευτυχία στο χώμα
κι αν λέρωσα τα γόνατα μη με μαλώσεις

με κόκκινο κορδόνι δένω το φεγγάρι
κοίτα μαμά τι όμορφο που έχω μπαλόνι
και να γινότανε στον ουρανό να πάρει
το σώμα μου απ' τη γη που πήρε να παλιώνει

στο γαλανό ζητώ όσα στη γη δε βρήκα
την ηρεμία να αποκτήσω που δεν έχω
μαμά πετώ και κάτω αφήνω όλη την πίκρα
Μη μου φωνάζεις! Δε γυρνώ, μα θα προσέχω

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

σε χρόνο αόριστο

Οι επιθυμίες μου ,όλες τους, είχαν κάτι ψηλόλιγνα κορμιά
τόσο που η κώμη τους άγγιξε -κάποτε-
τη φωτεινή πορεία των άστρων,
τα δάχτυλά τους χάιδεψαν τις παρειές
της ρόδινης σελήνης
τα μάτια τους κοιτάξανε κατάματα την αισιοδοξία
κι εναγκαλίστηκαν ,παράτολμα ,το αδύνατο
κι είχαν τη σάρκα γυναικός αγαπημένης
τόσο, που κάποιες νύχτες νόμισα πως ήμουν
ξανά μωρό στην αγκαλιά της μάνας μου
κι άλλη φορά πως άγγιξα το στήθος
κάποιας, παράφορα όμορφης,
και ποθητής ερωμένης.

Ω! τι γινήκατε τώρα που ο άνεμος σπρώχνει κατά δω τις λύπες;
και που είναι τα παρήγορα λευκά σας χέρια
να αναστήσουν το θρίαμβο της νιότης που αποσύρεται
σαν κουρασμένη άνασσα απ’ τις πολλές τις κολακείες
και τα ψέματα;
Που είναι οι ανταμοιβές που υποσχεθήκατε
στη σάρκα μου και στην ψυχή μου
όταν σας ενθρόνιζα εν δόξει και τιμή
βάζοντας μες στις απαλάμες σας σκήπτρα νοερά
από χαλκό και κεχριμπάρι ατόφιο
και στα μαλλιά σας στεφάνια από μυρτιές
κι από γαλάζια κύματα;

Βραδιάζει. Κι όπως αποσύρεται το φως
κι ακροβατώ στις αιχμηρές παραδοχές της συνείδησης
μια λύπη συνεπαίρνει τα μάτια μου αδάκρυτη:
Ανένδοτα τα χρόνια που δεν οπισθοδρομούν
και που εγώ, ασυναίσθητα ολισθαίνω προς το άπειρο
γράφοντας αδυσώπητες γραφές
μια ελληνικές και μια φριχτά – φριχτά βαρβαρικές
κι όλες σε χρόνο –δυστυχώς- αόριστο

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

να με θυμάσαι

Με σκάφανδρο ευαίσθητο φτιαγμένο από χαρτόνι
Κι απόθεμα στους πνεύμονες μια μόνο αναπνοή
Πώς να σε πλεύσει η σκέψη μου που σαν σ' αγγίξει λιώνει
θάλασσα ανεξερεύνητη βαθιά και σκοτεινή

τις νύχτες που απ' το ύπνο μου δεν γίνεται να λείψεις
σαν δίσκος του ήλιου π' ακουμπάς τις άκρες των βουνών
χωρίς γυαλιά παρατηρώ τις χίλιες σου εκλείψεις
φλέγονται οι κερατοειδείς κι οι κόρες των ματιών

δες με κι εσύ σ' ένα όνειρο τη νύχτα που κοιμάσαι
σαν κύμα ,δες με, να χτυπώ στα βράχια μιας ακτής
να με θυμάσαι θέλω εγώ κι όχι να με λυπάσαι
Γιατί η ψυχή μου λύπηση δεν θα καταδεχτεί

ζωή και θάνατος (γραμμένο πάνω σε μουσική)

Της μνήμης μαύρο κατακάθι
πικρό της θύμησης νερό
μοιάζεις με ρόδο και μ’ αγκάθι
μέσα μου αιχμηρό

τα μάτια δίκασα σε νάρκη
σ’ αιώνια θλίψη την ψυχή
υπάρχει αγάπη ή δεν υπάρχει;
ποιος θα μου το πει;

Τις άηχες όμως νύχτες που μ’ αγγίζεις
στο φως πνίγεις τις κόρες των ματιών μου
κι όπως συνέχεια πίσω με γυρίζεις
είσαι ζωή μαζί και θάνατός μου

πετώ τις μέρες στο πηγάδι
και βάζω στον καιρό φωτιά
για ένα σου απτό μονάχα χάδι
που αθανασία με κερνά

εμείς οι άνθρωποι

Εμείς, οι άνθρωποι, έχουμε μια εγγενή τάση
να δυσκολεύουμε την ύπαρξή μας
θηρεύοντας το ανούσιο
ενώ η ζωή μας όλο κι αλαργεύει
σαν κορυφογραμμή από το τζάμι τρένου
κι ενώ καλά γνωρίζουμε- ή μήπως όχι; -
πως πίσω από εκείνους τους χαμηλούς λοφίσκους
που δεν εντυπωσιάζουν καν την όρασή μας
κρύβονται ανείδωτες
οι πιο σπουδαίες θεάσεις για τα μάτια μας

Τα σχέδιά μας, αμπέλια φυτεμένα σε πλατώματα.
Ξερολιθιές σκαρφαλωμένες πα στα απόκρημνα
κρατάνε με τη βία το χώμα που ριζώνουνε
κι ένα ποτάμι νυχτερινής μόνο ροής
ποτίζει τις ρίζες τους
που όλο και πάνε πιο βαθιά
γυρεύοντας κόκκους ευόδωσης

εμείς οι θνητοί έχουμε μιαν έμφυτη επιρρέπεια
να ιχνηλατούμε το άπιαστο
ενώ καλά γνωρίζουμε –ή μήπως όχι;-
πως μέσα στις πιο αβαθείς θάλασσες
που δεν προκαλούν καν την τόλμη μας
υπάρχουν οι πιο ομαλές λιθόστρωτες οδοί
που οδηγούν πέτρα την πέτρα στα νεώρια
όπου ετοιμόπλοα αναπαύονται
τα τριίστια της ψυχής μας…

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007

χίμαιρα

Πέρασα απ’ της εφηβείας τη χίμαιρα
βάρκα η ψυχή μου που έμπασε νερά
λύγισαν ακόμη και τ’ αγέρωχα
στ’ ανεπίστρεπτου τη θέα μπροστά

Θάλασσες οι μνήμες και βυθίστηκα
λάμψανε στο νου μου δυο βεγγαλικά
ένα για μια αγάπη που έζησα άλλοτε
κι ένα για τον φόβο του ποτέ

κάθε που απ’ τη νιότη μου περνώ
νιώθω να ανταμώνω το κενό
έπαψα από αιώνες να αγαπώ
μα δεν ήθελα να σου το πω

Σε φιλώ στον ύπνο μου και χαίρομαι
μπαίνω στο κορμί σου άγριε ποταμέ
κι ως με πας μ’ ορμή κατά το πέλαγο
γδύνομαι απ’ το μίζερό μου εγώ…

στέρηση

στερούμαι στέρεας όρασης.
Πράγμα που μου επιτρέπει να θωρώ,
τ’ ακίνητα εν κινήσει
και τα βουνά στου ανέμου το αδιόρατο φύσημα
να σαλεύουν
βαδίζοντας ανάλαφρα κατά τη θάλασσα
και τον ουράνιο θόλο να στροβιλίζεται γύρω μου
δημιουργώντας δίνες αστρικές…
και τα νησιά να υψώνονται πιο πάνω απ’ τα νερά τους
σέρνοντας μαζί στην επιφάνεια
αρχαία λιμάνια που είχανε αιώνες να αναπνεύσουν

στερούμαι χρονικότητας.
πράγμα που μου επιτρέπει
να απαρνούμαι ενίοτε τις χρονικές βαθμίδες
μέλλον, παρόν και παρελθόν,
και έτσι άχρονος να προπορεύομαι του σώματός μου
δίχως να νιώθω πως είμαι –απλά- συνέχεια
μιας έναρξης στην οποία ποτέ δεν συγκατένευσα
μήτε και πως με περιμένει κοντά ή μακριά
αδυσώπητο ένα τέλος ανερώτητο…

στερούμαι κτητικότητας.
κι έτσι οι φωνές που μέσα μου ενοικούν
και που υψώνονται πάνω απ’ την ανοχή της ακοής μου
πάνω κι από την αντοχή της ψυχής μου,
νιώθω, να μη μου ανήκουν.
Μα πως μπορώ να απεκδυθώ
και την ευθύνης της γεννήσεώς τους
αφού πηγάζουν –αναμφίβολα- απ’ τη σάρκα μου;

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

ήμερο νερό

η σελήνη επιάστη στ' αβαθή
κι η νύχτα απ' το παράθυρο σκαρφάλωσε
οι ενοχές μνήμα βαθύ
κι ο νους μπροστά δεν προχωρεί
στα πίσω σκάλωσε

Τα λόγια σου ήμερο νερό
κι εγώ την ηρεμία του δε τάραξα
σ' είδα στον ύπνο μου θαρρώ
σαν καταπράσινο δρυμό
Πράσινη θάλασσα

Σε είδα ανάσκελα να πλες
καΐκι τριίστιο που το κύμα δε φοβήθηκες
μα με δυο γυάλινες οπλές
αντί κουπιά, κι αντί να κλαις
το εκδικήθηκες

Σ' είδα να μπαίνεις σ' αργαλειό
κι ήσουνα λέει η πρωθιέρεια της Δίκτυννας
να υφαίνεις φάδι δίμιτο
να με βυζαίνεις σαν μωρό
με γάλα λύκαινας

και πήρε θάρρος το κορμί
γιατί του πήρες τη σιωπή και τη λιτάνεψες
και μου μαθες πως στη ζωή
αξίζει ότι η ψυχή
δε το ζητιάνεψε...

κάπου κοντά

Κάπου κοντά, ίσως πίσω απ’ τους πυρσοφόρους ορίζοντες
να ενοικεί το φως που περιμένουμε,
ανέγγιχτο ακόμη απ’ τις ιδιοτέλειες των θνητών
κι αμόλευτο απ’ τα βλέμματα.
Αρκεί να το πιστέψουν οι οφθαλμοί μας
για να καρπωθούν τη θέασή του.

Κάπου κοντά, ίσως και πίσω απ’ το δίσκο της σελήνης
να βρίσκονται εν αναμονή οι ελπίδες μας
μες στους ροδώνες των ηλιόλουστων Μαΐων
ή σε κιτρώνες θαλερούς με θέα τη θάλασσα
που όλο σκορπούν την ευωδιά τους σαν πέφτει ο ήλιος
μίλια μακριά, χωρίς να ζητούν αντάλλαγμα.
Αρκεί να δείξουν οι ψυχές μας
στέρεα πίστη στο ανέλπιστο

Κάπου κοντά, ίσως πιο μέσα απ’ το μέσα μας
να βρίσκονται οι πηγές των ποταμών
που πρόκειται να αναταράξουν τα λιμνάζοντα
και που μπορούν μονάχα με τη δύναμη της θέλησης
να φέρουν αισίως ως τις εκβολές τους
τον πόθο μας να αλλάξουμε
Αρκεί-απλά- να ονειρευτούμε την πορεία τους

Κάπου κοντά, ίσως και δίπλα μας
να βρίσκονται εκείνοι οι άνθρωποι
που πρόκειται να αλλάξουν τη ζωή μας ολάκερη
αγαπώντας μας μ’ όλη την ειλικρίνεια της ψυχής τους.
Αρκεί να τους καλέσουμε κοντά μας
μέσα στα σύνορα τα απτά της απαλάμης μας…

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

η ελπίδα πεθαίνει τελευταία

Ποια βραχνή σκουριασμένη καμπάνα
με καλεί στων αρρήτων τον όρθρο
ποια με γέννησε γη και ποια μάνα
κι όρισε πάντα ξένος να νιώθω

ποιο φεγγάρι σφυρήλατη λάμα
με λαβή από στιλπνό κεχριμπάρι
μακελεύει του ύπνου το θάμα
πριν η νύχτα να πάρει χαμπάρι

κι εκεί που κάποια ακτή με μαυλίζει
τάζοντάς μου λιμάνι με φάρο
πριν να φέξει ξανά μ' οστρακίζει
κι άλλη οδό πρέπει πάλι να πάρω

μα κι αν κάθε που ήλιος προβάλλει
εγώ πρέπει να αλλάζω πατρίδα
πριν αράξω να φεύγω και πάλι
τελευταία πεθαίνει η ελπίδα ...

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

μια χάρη απ' το θεό

Προτού τον κόσμο τούτο αφήσω
και στο σκοτάδι πριν χαθώ
μια χάρη απόψε θα ζητήσω
από τον άγνωστο θεό:

Κέρνα με θεέ μου υπεροψία
γέμισε με έπαρση το νου
να νιώσω την αθανασία
και της ψυχής και του κορμιού
ή κάνε με να νιώσω μίσος
ένστικτα δωσ’ μου ταπεινά
για όλα τα πρέπει και τα ίσως
για ότι με καίει και με πονά

συννέφιασε και πάει να βρέξει
κι εγώ μαζί με τη βροχή
αφήνω την ψυχή να τρέξει
κι ίσως σε θάλασσα να βγει

μα πριν η θάλασσα με πάρει
και πριν κι εγώ της αφεθώ
χάρη ζητώ απ’ το φεγγάρι
κι από της νύχτας το θεό

Κέρνα με θεέ μου υπεροψία
γέμισε με έπαρση το νου
να νιώσω την αθανασία
και της ψυχής και του κορμιού
ή κάνε με να νιώσω μίσος
ένστικτα δωσ’ μου ταπεινά
για όλα τα πρέπει και τα μήπως
για ότι με καίει και με πονά

σχέδια δραπετεύσεως

Κύκλοι ομόκεντροι δεικνύουν το σημείο της καταβύθισης.
Κι εγώ- σαν έξω, σαν πιο πάνω από το σώμα μου-
παρατηρώ και απομνημονεύω,
επαναλαμβάνοντας διαρκώς, τις ακριβείς συντεταγμένες
της υποθαλάσσιας θέσης μου,
μήπως και κάποτε θελήσω να με ανασύρω απ’ τους βυθούς,
προτού θαφτώ ολοσχερώς μες στα φερτά θαλάσσια ιζήματα
προτού αφεθώ ολοσχερώς στις δίνες μιας αναίτιας(;) οδύνης…

Μα μέχρι τότε ας ερευνώ τα πολυκύμαντα ύδατα των σκέψεων
με αναγνωριστικές βουτιές αυτογνωσίας στις μέσα μου σπηλιές
όπου θα υπάρχει σίγουρα ,εν αφθονία, έγκλειστο οξυγόνο.
Πρώτη εξάλλου μέριμνα κάθε εγκλωβισμένου εξ’ ανάγκης
-σαν από ένστικτο και μόνο επιβίωσης- ,
είναι η χαρτογράφησις του ίδιου του κλωβού του
μήπως και υπάρχουν χαραμάδες ή ελπίδες διαφυγής
προτού να καταστρώσει φιλόδοξα
-κι ας μάταια φορές-
σχέδια δραπετεύσεως.

μέχρις εδώ

Μέχρις εδώ έφτασα, με μιαν ανάσα λες,
μ’ ένα φτερούγισμα
μήτε που πρόλαβα καλά- καλά να δω,
μήτε και που θυμάμαι
-έτσι όπως μπαινόβγαινα στις κόγχες
όπου αέρας μέσα σε απόλυτη σιγή επωάζει τις θύελλες-
αν στην πορεία μου αντάμωσα
κάποια ανάπαυλα άπνοιας

θυμάμαι μόνο αχνά κι αόριστα
κάποιαν ονειρεμένη όχθη
που υπέθαλψε με τόση καλοσύνη
κάποια νυχτερινά μου βήματα…
πλάι σε καλαμιές που ρίζωναν
βαθιά μες στο τρεχούμενο νερό
κι απάνω σε μαλακά χορτάρια
που θρέφονταν από άνεμο

Μέχρις εδώ έφτασα, με μιαν ανάσα λες,
μ’ ένα φτερούγισμα
γνωρίζοντας καλά ότι το πέρασμά μου
από τούτη τη γη είναι εφήμερο
όπως η διαγραφόμενη πορεία των κύκνων
πάνω στο ακοίμητο νερό...
μα θα με κούραζε φριχτά
ενδεχόμενη αιωνιότητα…

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

πάρε με ουρανέ

Ναι ,διστάζω ναι
να ομολογήσω ουρανέ
πως έπαψα να θέλω πια, να αισθάνομαι
κι όπως ναυαγώ
μέσα στο εδώ μέσα στο εγώ
λυπάμαι μα να συνεχίσω δεν μπορώ

να ταν μια πηγή
που να με πότιζε σιγή
να δειχνα μόνο σ’ ότι ελπίζω υποταγή
που όλο ξεκινώ
για έναν πράσινο δρυμό
μα καταλήγω στο μηδέν και στο κενό

Δυναστεία του νου
ο πόνος πάντα του αλλουνού
και να δραπέτευα στην πλάτη γερανού!
κι ως θα αποδημώ
μέσα στο φως το αυγινό
μια προσευχή να υψώνω προς τον ουρανό:

Πάρε με ουρανέ
να πάψω πια να λέω ναι
σ’ ότι μισώ και σ’ ότι απεχθάνομαι
κρύψε με καλά
μέσα σε σύννεφα απαλά
να νιώσω σαν μέσα σε μητρική αγκαλιά

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

θειάφι

περνά η ζωή, κι εγώ εδώ, πιστός θιασώτης
σε μια ανεπίστρεπτα που επέρασε εφηβεία
ανώφελες αγάπες κι έρωτες της νιότης
περνούν μπροστά μου σαν πομπή σαν λιτανεία

Ανάλαφρα ας κινηθούν τ΄ ασάλευτα όρη
κι ας ακουστεί ώρα δειλινή καμπάνας σήμα
των πόθων μου η νηοπομπή βυθίστηκε όλη
λίγο με νοιάζει αν μείνει αβύθιστο το σύμπαν

Δεν σε πουλώ για όλο του Μίδα το χρυσάφι
Ψυχή. σου ορκίζομαι στο μισερό, μυαλό μου
λιώνω σαν κίτρινο που καίγεται θειάφι
κάθε που θα αναλογιστώ το θάνατό μου

μάσκα φορώ θεατρική, ψηλούς κοθόρνους
στα που μ’ επευφημούν να ξεχωρίζω πλήθη
παραλαμβάνω απ’ τη φθορά σκήπτρα και θρόνους
μα δεν προδίδω καμιά μνήμη μου στη λήθη

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

volevo parlarti

(per i miei amici italiani)

Volevo parlarti
per le navi che sono partite per mari
ancora snonosciuti
e per le tempeste
che rimangono ancora
entro le nuvole
mai, mai nate

Volevo parlarti
per le sorprese che hanno martellato i miei occhi
e le cose per cui non ho pianto mai
per le maree increspate
che dormono senza la loro volonta’
nella profondita’ dell’ acqua bassa

Volevo parlarti
per la tassa di sangue che ho pagato
per alcuni scarni sogni
ma ancora per le palombe
che mi offrono nel sogno
farfallamenti bianchi

Volevo parlarti
per il desiderio delle mie dita
di digitare l’ intagibile
e per le catacombe affossati
dove ho lasciato mia voce
errare senza sole

Volevo parlarti
per le lune in cui abbiamo giurato
e per il cielo pieno di stelle
per i tristi deltaplani entro di me
che non aprono i loro piumaggi
a causa dell’ apnea

Volevo dirti
tante parole d' affeto e d’ amore
verbi senza voce
e per la vita bella che abbiamo esaurito
mercanteggiando la nostr’ anima
al niente, al niente


(το ποίημα αυτό είναι μετάφραση (ας πούμε) του "ήθελα να σου πω"

ενδείξεις γήρατος

Βρέχει. Κι όπως μουσκεύεται η απόσταση
που με χωρίζει με το άλλοτε
φέρνω στο νου μου, τα όσα εκποίησα όνειρα
παίρνοντας εις αντάλλαγμα ευτελέστατον,
χάλκινης θλίψης κέρματα.

Κάπου πίσω στο κάποτε έχω αφήσει τμήματά μου
για να έχω δικαιολογία να επιστρέφω
που και που να τα γυρεύω.
για να χω κάποιαν αφορμήν μελαγχολίας
ή έστω αναπολήσεως
και να δικαιολογώ έτσι στους οικείους μου
κάποιες στιγμές αναίτιας μόνωσης…

Βρέχει. στο βάθος – βάθος του καιρού
Πίσω απ’ τη θυμωμένη ατμόσφαιρα -
Όσο μπορώ βεβαίως να δω
με μιαν εγκαταλείπουσα όραση,
-υπάρχουν κάτι ξέπνοα –αόρατα σχεδόν-
ίχνη μέλλοντος…

όχι δεν δέχομαι πως όλα τούτα είναι ενδείξεις γήρατος.
αν είχα γεράσει, σίγουρα θα είχα διδαχθεί
μέχρι εμπεδώσεως
την προπαίδεια του ανεπίστρεπτου
είναι μονάχα αποκυήματα αργόσχολων σκέψεων
και μιας καχυποψίας :

Να ενήργησε άραγε με πρόθεση η βροχή
κατρακυλώντας απ’ τον ουρανό
κι απογυμνώνοντας το μεσημέρι μου;

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

ήθελα να σου πω

Ήθελα να σου πω
για τα καράβια που έφυγαν για πέλαγα
ακόμη αχαρτογράφητα.
Και για τις τόσες καταιγίδες
που αιώνια εγκυμονούνται
στα σπλάχνα των σύννεφων

Ήθελα να σου πω
για τις εκπλήξεις που έπληξαν τα μάτια μου,
για όλα όσα δε δάκρυσα
για τις εγκλωβισμένες πλημμυρίδες
που αθέλητα κοιμούνται
στα βάθη μιας άμπωτης

Ήθελα να σου πω
και για το φόρο του αίματος που πλήρωσα
σε κάτι άσαρκα όνειρα
μα και για τ’ αγριοπερίστερα
που με κερνούν στον ύπνο
λευκά φτερουγίσματα

ήθελα να σου πω
για την λαχτάρα των δαχτύλων μου
να ψαύσουνε το ανέγγιχτο
και για τις βυθισμένες κατακόμβες
που έχω αφήσει τη φωνή μου
να σεργιανά ανήλιαγη

ήθελα να σου πω
για τα φεγγάρια που ορκιστήκαμε
και για τον έναστρο ουρανό
για τα θλιμμένα μέσα μου ανεμόπτερα
που δεν ανοίγουν τα φτερά τους
προφασιζόμενα άπνοια

Ήθελα να σου πω
τόσα για την αγάπη και τον έρωτα
άρρητα ρήματα ,ανείπωτα
Και για την όμορφη ζωή που την ξοδέψαμε
Πουλώντας τη μισή ψυχή μας
Στο τίποτα, στο τίποτα

η συνωρίς της φαντασίας

μοναχική περιδιάβαση στον λόφο
με τα ασάλευτα άσπρα μάρμαρα.
Αερικά. Γυναίκειες κι ανδρικές μορφές
που αρνήθηκαν την ύλη με συντροφεύουν κωφεύοντας.
πρόδρομοι, σηκοί, , οπισθόδομοι, άδυτα αδύτων,
μια χρυσελεφάντινη πυθία σε τρίποδα από χαλκό
ρίχνει λοξή ματιά ζυγιάζοντας τα δώρα
και δίνει αμφίσημους χρησμούς με βρυχηθμούς

Ανωδομή φαντασίας. Κίονες-που δεν υπάρχουν πια-
ρίχνουν τον ίσκιο τους στον ίσκιο μου
αετώματα –που λεηλατήθηκαν- μου διδάσκουν την ιδιοτέλεια
σφίγγες ακρωτηριασμένες στ’ ακρωτήρια
μου αποκαλύπτουν λύσεις για αινίγματα που δεν μου τέθηκαν ποτέ
και μια μορφή μετωπική σε μια μετώπη
βρίσκει τη ρώμη και νικά την πέτρινη ακαμψία
κι αποκολλά απ’ το στήθος της το χέρι του Κενταύρου
για να μην έχει παρελθόν η ανηθικότητα.

Ωδείο. Δόμοι πωρόλιθου απορρόφησαν τη μουσική
και τώρα σιωπηλοί απολαμβάνουν το σιωπητήριο της Άνοιξης
Μούσες πενθούν για τους μουσώνες της στειρότητας
για όλες τις πένες που πια πένονται πεινώντας για μελάνι
αναπολώντας τις σάρκες τις θνητές που σάρκασαν το αιώνιο

Στάδιο. Ρίψεις ριπών ανέμων στους βατήρες
άλτες σαλτάρουν της σιωπής απ’ τα εφαλτήρια
ακόντια εξακοντίζονται τρυπώντας το άπειρο
πυγμάχοι χρόνοι απάνω μου δείχνουν την πυγμή τους
την ώρα που καλπάζει δίχως σύνορα
η συνωρίς της φαντασίας …

ήξεις- αφήξεις

Στον καπνό και στην αιθάλη
πνίγηκε κι απόψε πάλι
των ματιών το φως
ψάχνοντας στα πονεμένα
πνίγηκα κι εγώ σ’ εμένα
κι έμεινα μισός

στη φωτιά και στο μαχαίρι
σαν να μ’ έσπρωξε ένα χέρι
μα δεν λέω πονώ
μέλι αλείφω τις πληγές μου
και τις δώδεκα ψυχές μου
λάβδανο κερνώ

ξέρω στο ευτελές μου ντύμα
του θανάτου έχω το στίγμα
μα όσο ακόμη ζω
και πριν στον καιρό υποκύψω
θα ‘θελα να εξοστρακίσω
τη φοβία του μπρος

απ’ τα δυο σου μπλε μαντεία
ήπια αιώνια εφηβεία
κι έλαβα χρησμό:
«θα σαι πάντα ήξεις αφήξεις
αν τη σκέψη δεν τραβήξεις
από το κενό»…

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2007

απονομή

στην τελετή των ματαιώσεων
πρώτος θα παρουσιαστώ μεσ' την αρένα
φορώντας ιμάτιον ματαιοδοξίας
και θα δεχτώ τα έπαθλα του τελετάρχη χρόνου:
αήχους κρότους χειρών αοράτων
και ιαχές παρακμιακές θριάμβου,
που έχει αθλοθετήσει
για όσους η εγκαρτέρηση
δεν ήτανε απλά στάση ζωής
μα η ζωή τους η ίδια...

στην απονομή των αρνημένων παραδοχών
πρώτος θα σκύψω να στεφτώ
απ' τον ελλανοδίκη της απόρριψης
κι ως θα με απορροφά η σιωπή και θα εξαγνίζομαι
αφημένος στην αφή της εγκατάλειψης
θα οραματιστώ αλλοτινές ακμές
κι ας μην τις έζησα.

στα επινίκια -γιορτή των ακυρώσεων-
θα δώσω βροντερό παρόν άδοντας διθυράμβους θριάμβων
για όλα τα ανενδοίαστά μου σφάλματα
που με ματώσανε πολύ μα με μεγάλωσαν.
και θα ανακηρυχτώ- πολλούς δεν είχα εξάλλου ανταγωνιστές-
ισάξιος συμβασιλέας της ένδειας...

μίζερο φεγγάρι

Άνοιξαν οι ουρανοί μα αντί να πέσει μάννα
πέφτει ένα χιόνι ,μια ατσάλινη βροχή
κι εγώ ποιον πόνο να φωνάξω πρώτο «μάνα»
που σε μια λάθος εγεννήθηκα εποχή

Άνοιξε η γης κι ενώ ποντίζεται η Ασία
Κι ενώ η θάλασσα η Νεκρά, νησιά ξερνά
στον καναπέ μου εγώ σε πλήρη ακαμψία
προσθέτω στα μηδενικά , μηδενικά

Βγήκε στον ουρανό ένα μίζερο φεγγάρι
ώχρα μου δίνει ενώ για χρώματα διψώ
κι ανάμεσα σε ευχολόγια και «μακάρι»
κλαίω μοναχά που δεν μπορώ να λυπηθώ

Πως η ψυχή στο χιόνι να διαχειμάσει
και πως πατρίδα να μου γίνει ετούτη η γη
τα αισθήματά μου αφού ο καιρός έχει δαμάσει
κι αφού στη θέση της καρδιάς έχω πληγή…

σπουδή τοιχογραφιών

Σκηνή θαλάσσια.
Σκέψεις χελιδονόψαρα παγώνουν στον αέρα
την ώρα που αποτολμούν το πιο ψηλό τους σάλτο
απ' τα νερά της θάλασσας.
τα λέπια τους δεν διατρέχουν κίνδυνο αφυδάτωσης,
τα μάτια τους αιώνια λαμπυρίζουν σαν να είδαν μπρος τους
να γεννιέται το ακατόρθωτο.

Ώρα αυγινή.Καράβια στην εκκίνηση.
Οι κάβοι έχουνε λυθεί, σαν έτοιμα να βγουν.
Κανείς δεν άγχεται για την ασφάλεια του ταξιδιού.
Όλοι καλά γνωρίζουν πως το ηφαίστειο
θα εξασφαλίσει την αιώνια παραμονή
μες την ασφάλεια του νότιου λιμένα.
Κάποιοι σηκώνουν θεατρικά το χέρι χαιρετώντας
και κάποιοι απ' την ακτή ανταποδίδουν.

Δείλι. Μα δίχως διόλου να δειλιάζει
μια υπομονή κροκοσυλλέκτρια
ισορροπεί στην άκρη ενός γκρεμού
ντυμένη σε ακριβά ολομέταξα φορέματα
-ανάρμοστα για κρόκου συλλογή
και για εργασίες υπαίθριες-
το χέρι απλώνει να συλλέξει άνθη κίτρινα.
Μα αυτή η χειρονομία δε μαρτυρά διόλου κάματο
πιότερο με φιγούρα μοιάζει ενός χορού
ή με χαιρετισμό από τα βάθη των αιώνων.
Ξέρει καλά ότι τα μάγουλά της ποτέ δεν θ' απολέσουν τη δροσιά
κι έτσι βαδίζει ανάλαφρη και ξέγνοιαστη
έχοντας μέσα στην ποδιά της τη σιγουριά που φέρνει η αθανασία.

Παλαίστρα αόρατη.Χρόνοι, πυγμάχοι νεαροί, ημίγυμνοι αμιλλώνται
δίχως καμιά υποψία υπεροψίας στα μάτια
με δίχως ανταγωνισμού διάθεση ή μισαλλοδοξίας.
Ξέρουν καλά τη νίκη πως θα μοιραστούν από κοινού
στεφόμενοι με κότινους λάβας κι αλαφρόπετρας
που θα χαρίσει -ποιά νίκη ανώτερη;-
αιώνιο σφρίγος στα κορμιά κι αιώνια ρώμη
στα μπράτσα, στους μηρούς και στις γροθιές τους...

Θήρα, Ακρωτήρι.Οικία των γυναικών, Ξεστή, οικία της Άνοιξης...
χρωστήρες γράφουν ιστορία
απάνω στα λευκά, νωπά κονιάματα.
Εάλω ο χρόνος...

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

μοναχική περιδιάβαση

Ανηφορίζω. Η Φωτοχυσία του ήλιου στα βρεγμένα μάρμαρα
εξατμίζει το μεσημέρι.
Κάποια λιθόστρωτη οδός ανοίγεται κάτω απ’ τα πέλματά μου
Και μ’ οδηγεί χωρίς περιστροφές
στα ερείπια του ναού μιας χαλκιοίκου θύμησης
που απολαμβάνει -τι άλλο έχει πια να φοβηθεί;-
την κατερείπωσή του…

Μπαίνω δειλά , στο κοίλον του θεάτρου
κι αίφνης τα διαζώματα από παντού με ζώνουν
κι οι κλίμακες κλιμακωτά με οδηγούν
πα στη σκηνή που κατασκήνωσαν οι θλίψεις
εκεί που οι περίακτοι αρνούνται επίμονα ν’ αλλάξουν σκηνικό
και το θεολογείο πεισματικά αρνείται άλλο να εκπέμπει
ελπίδων ψευδαισθήσεις από μηχανής.

ελιές ριζώνουνε εύφορες στα των εφόρων δώματα
βάτα παραβιάζουν τα άβατα των πόθων μου
η ηχώ μου χτυπημένη στα βράχια της απόγνωσης
όλο επιστρέφει μαζί με θρήνους κι οιμωγές
για όλα τα σπαράγματα των ακεραιοτήτων μου
που αιμορραγούν και βάφουν τον ορίζοντα.

Κι εκεί που λέω πως δεν υπάρχει ελπίδα
πως μοιραγέτης είναι μοναχά ο θάνατος
κάτω απ’ τους ευκαλύπτους αποκαλύπτεται εκκολαπτόμενος
δειλά – δειλά ένας έρωτας
δίνοντας αφορμή για σκέψεις της συνέχειας του αιώνος...


(βραβείο Γιάννης Φάτσης, Βόλος 2007)

δεν είμαι ο ίδιος

Η σελήνη ακέραιος δίσκος
κέρμα μες το νερό που γυαλίζει
το μυαλό προς τα πίσω γυρίζει
στα «διότι» στα «τι» και στα « μήπως»

Για όσα έφυγαν πόσο λυπάμαι
για όσα λόγια δεν γίνανε πράξεις
δεν είμ' ίδιος εγώ έχω αλλάξει
κατά βάθος εμένα φοβάμαι

Είναι από τις δυνάμεις μου πάνω
να φορώ προσωπίδες και ρόλους
και συγνώμη ζητάω απ' όλους
όσους πίκρανα και θα πικράνω

του ορίζοντα η πύλη θα ανοίξει
πυροκόκκινο του ήλιου μπακίρι
σου ζητώ τελευταίο χατίρι
του φωτός σου το κύμα ας με πνίξει

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

ιέρειες του φεγγαριού

Οι σκέψεις μου του τρόμου θυγατέρες
που σκιάζονται κι οι ίδιες τα είδωλά τους
φτιαγμένα από χαρτόνι τα φτερά τους
πετούν τις νύχτες και σκορπούν φοβέρες

Η ευτέλεια τριγύρω μου κι εντός μου
του άδηλου ο φόβος κι η αφάνεια
να μην βουλιάξει η που ‘χα περηφάνια
στα θολερά νερά τούτου του κόσμου

Μα πιο πολύ με θλίβει που η αγάπη
πουλιέται κι αγοράζεται με δόσεις
«τι θέλεις να σου δώσω να με νιώσεις;
να αγαπηθώ και να κερδίσεις κάτι"

αφού έφυγες εσύ που εγκυμονούσες
τις αντοχές μου, δίχως καληνύχτα
Οι σκέψεις μου γεννιούνται πάντα νύχτα
ιέρειες φεγγαριού, λευχειμονούσες…

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

διθύραμβοι σιωπής

Πόσους ορόφους φαντασίας θα θεμελιώσω ακόμη στη σαθρότητα
Πόσα παράθυρα να ανοίξω ακόμη,
αφού όλα βλέπουν στον ακάλυπτο των αντιφάσεών μου
πόσα μπαλκόνια να κρεμάσω στο κενό
αφού όλα έχουν θέα στη θάλασσα των πόθων μου;

Ενσκήπτω εντός μου.
σπηλιές αυτογνωσίας ανοίγονται βαθιές
και μέσα τους ασίγαστες φιλοξενούνται ροές σταλακτιτών
κι αρχέγονα ασπόνδυλα ερπετά ,ακροβολισμένα
ήσυχα κυοφορούν τις ανησυχίες μου
Ποιος Ζεύγος σαρκοβόρων χαρταετών και σε ποιόν Καύκασο
κατασπαράζει το ήπαρ , του άφθαρτου αιώνος
την ώρα που βουλή θνητών ονείρων αποφασίζει : εγρήγορση
Προτού προλάβει κι έρθει το ξημέρωμα

Ενσκήπτω κι υποκύπτω , και κλείνομαι
αφού τριγύρω δεν μπορώ να βρω Ειλικρινή χαμόγελα
και πώς να τον χλευάσω μόνος μου το θάνατο
πώς να ξεχάσω πως αλλάζει ολοένα η όψη μου
πώς, πως η άνασσα φθορά στο θρόνο Διαδέχεται την Αίγλη,
μ΄ αλαλαγμούς και κρούοντας κύμβαλα του θριάμβου

διθύραμβοι σιωπής δοξάζουν την αναγέννηση που αργεί
κι η γη όλο και υποχωρεί στο σείσμα του αναπόφευκτου
-πάντα απαράλλαχτος ο φόβος του αναπόφευκτου
εις τους αιώνας των αιώνων-
κι η αντανάκλαση του ηλίου δεν μ’ αγγίζει πια…
λιγοστεύω .
κι εγώ δεν ξέρω τι θα βγει μετρώντας το άπειρο
Κι υπολογίζοντας με αριθμούς τα ακαταλόγιστα

(Βραβείο Ωδείου Φουντούλη, Βόλος 2007)

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007

ένα θαύμα

Χρησμοδοτούν μαντεία το μελλούμενό μου
πυθίες μιλούν πάνω σε τρίποδες χρυσούς
προσπέφτω ικέτης στη Δωδώνη στους Δελφούς
μήπως και μάθω να διαβάζω τον εαυτό μου

βρείτε μου μάντεις μιαν αιτία για να πεθάνω
ή δώστε μου έστω ένα κίνητρο να ζω
πείτε μου πως θα ξαναμάθω ν’ αγαπώ
τούτο τον κόσμο που τον βάφτισαν «απάνω»

Στην αγορά του δήμου πέσανε οι μάσκες
και η συνέλευση ψηφίζει δια βοής
στο πυρ το εξώτερον ψυχή μου να καείς
που ζεις με οράματα θολά κι οφθαλμαπάτες

παίρνω στα χέρια μου του φεγγαριού τη λάμα
κόβω στα δυο τη νύχτα κι ως αιμορραγεί
βάφω με κόκκινη πορφύρα την αυγή
και περιμένω ένα σημάδι ένα θαύμα…

με συγχωρώ

Πόσες δεν ζήτησα φορές
Συγνώμη απ’ τις αστροφεγγιές
Πόσα δεν είπα «φταίω»
Για τα φεγγάρια στο νερό
Που έπνιξα για να μπορώ
Στα σκοτεινά να πλέω

Με πόσο ατσάλι την ψυχή
Έντυσα, να ‘χει αντοχή
Στου άγριου καιρού τη δίνη
Μα άθροιζα μηδενικά
Αφού όσα παίρνει δανεικά
ο χρόνος δεν τα δίνει

ξέρω πως μάταια προσπαθώ
Να φέρω σε λογαριασμό
Το απ’ έξω με το εντός μου
Κι είναι πληγή απ’ τι πιο βαθιές
Να πνίγω μες στις ενοχές
Τον ίδιο τον εαυτό μου

Πόσες απέτυχα φορές
Του νου μου όλες τις φτερωτές
Στον άνεμο να στρέψω
Μα κάνω το αίμα μου νερό
Και να με συγχωρώ μπορώ
Πριν να με καταστρέψω

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2007

μικρές μου

στις κόρες μου

Ποια μυστική ενόραση ωθεί τα μάτια μου
ν' ακολουθήσουν, εκείνη την καμπύλη με τα χρώματα
έτσι ως τοξεύει τον ορίζοντα
και κατατέμνει την άτμητη θάλασσα;
ποια ποίηση μαγική μεταβάλλει τα σύννεφα
σε στέγαστρα σκιερά των αιωνίως πλανοδίων πλάνων μου;
ποια φαντασία αθεράπευτη καθυποτάσσει στη ρώμη της
κι αυτό το πυρ το αείζωον που φως μου δίνει και καύματα;
σε ποια θεάματα ζητά καταφυγή το βλέμμα μου
ως βγαίνει ηττημένο απ' τα κρησφύγετα των θλίψεων;

η απάντηση υπάρχει ενσαρκωμένη μες την ακμή της σάρκας σας
μες τη δροσιά των αρυτίδωτων μετώπων σας
μέσα βαθιά, στ' ασκίαστα μάτια και στα μάγουλά σας.
Στη θέαση σας μοναχά τολμά η ψυχή μου κι ακουμπά το αιώνιο
νικώντας την καταδυνάστευση του εφήμερου.
Στην ύπαρξή σας έχει σκάψει τα θεμέλια της η ύπαρξή μου
σαρκάζοντας την ασταθή σαθρότητα της σάρκας
και μοναχά μέσα απ' τη στέρεα δόμηση των ονείρων σας
μπορώ κι ανέχομαι την πλήρη, σταθερή αποδόμηση μου
γνωρίζοντας καλά, πως θα υπάρχω και μετά από μένα...

Μικρές μου, για σας αιώνες θα μπορούσα να γράφω ποίηση
χωρίς το φόβο μη στερέψω από έμπνευση...

συγχωρήστε με

Απορώ φορές με τη σκληρότητά μου απέναντι σ’ ότι αγαπώ
σχεδόν καλά – καλά δεν με αναγνωρίζω
αλλότρια η φωνή ως βγαίνει απ’ το στόμα μου
αλλότρια τα χέρια ως χειρονομούν, ως σφίγγουν
αλλότρια τα μάτια ως σπιθίζουν ως κοιτάζουν

Συγχωρήστε με... Στη φάση πριν να ενσαρκωθώ
σίγουρα θα ’μουν ανεπεξέργαστο χαλκοφόρο κοίτασμα
προορισμένο μοναχά για αιχμηρές αιχμές βελών
ή λόγχες φονικές ξύλινων ακοντίων

Φοβάμαι κι ο ίδιος μπρος στις κύκλιες αλλαγές της διαθέσεως μου
άλλοτε ως Βάκχος αντικρίζοντας ,με την αισιοδοξία
που φέρνει ο οίνος, το άγνωστο,
άλλοτε ως μύστης της πιο άρρητης σιωπής καλά κρυμμένος
πίσω απ’ το θάμπος των ματιών, πίσω απ’ τα δάκρυα

Συγχωρήστε με ...Στη φάση πριν να ενσαρκωθώ
σίγουρα θα’ μουν εύπλαστος πηλός
παραδομένος στους άοκνους γύρους του τροχού
ταγμένος να γενώ, στα χέρια του αρχηγέτη κεραμέα
ή κύλικα κρασιού αβαθής με γάνωμα στιλπνό
ή εύθραυστο , ωοκέλυφο , αγγείο
που θάλπει δάκρυα …

ανάπαυλες

Λιμένες πρωτοείδωτοι για τους ξενιτεμένους πόθους μου
που αιώνες όργωναν το πέλαγος
χωρίς να αγγίζουν νόστο,
πόσο οι βυθοί σας καταδεχτικά ήπιαν τις άγκυρές μου!
πόσο προθύμως τα νεώριά σας μου διατέθηκαν!
Πόσο ευγενώς μου φέρθηκαν οι μόλοι σας!
Ευχαριστώ για τις παροδικές που με κεράσατε
-έστω- ανάπαυλες…

Κι ας μην σας ήμουνα πιστός ποτέ
κι ας είχα στο μυαλό μου,
ταυτόχρονα σχεδόν στην ελλιμένισή μου
το επόμενό μου μπάρκο προς το απίθανο…

έτσι είναι η μοίρα όσων
δεν συμβιβάζονται με τίποτα λιγότερο απ’ το άπιαστο
με τίποτα λιγότερο απ’ το αιώνιο
με τίποτα λιγότερο απ’ τον άφθαρτο έρωτα
πράγματα δηλαδή μηδαμινά
σαν εξαρχής απρόσιτα…

Προδιαγεγραμμένη πορεία προς το θάνατο
σαν πράσινος δρυμός που φαίνεσαι στο βάθος
να αγγίζεις τον ορίζοντα,
ή και να αλώνεις με το ύψος σου τα σύννεφα,
πόση σοφία με κέρασεν η βεβαιότητά σου
η μόνη μέσα στ’ άδηλα, μέσα στ’ αμφίβολά μου…

χίμαιρα

Πέρασα απ’ της εφηβείας τη χίμαιρα
Βάρκα η ψυχή μου που έμπασε νερά
λύγισαν ακόμη και τ’ αγέρωχα
στ’ ανεπίστρεπτου τη θέα μπροστά

Θάλασσες οι μνήμες και βυθίστηκα
λάμψανε στο νου μου δυο βεγγαλικά
ένα για μια αγάπη που έζησα άλλοτε
κι ένα για τον φόβο του ποτέ

κάθε που απ’ τη νιότη μου περνώ
νιώθω να ανταμώνω το κενό
έπαψα από αιώνες να αγαπώ
μα δεν ήθελα να σου το πω


Σε φιλώ στον ύπνο μου και χαίρομαι
μπαίνω στο κορμί σου άγριε ποταμέ
κι ως με πας μ’ ορμή κατά το πέλαγο
γδύνομαι απ’ το μίζερό μου εγώ…

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

κάτοπτρα νερού

Κάτοπτρα νερού
τα ίχνη του καιρού
ανεξίτηλα στο μέτωπό μου
πρέπει να βιαστώ
ώρα να νοιαστώ
να γνωρίσω λίγο τον εαυτό μου

Κίτρινα νερά,
σαν τη ζαφορά
και μια οσμή πνιχτή σαν από θειάφι…
κάπου εδώ κοντά
μέσα μου βαθιά
σίγουρα ένα ηφαίστειο υπάρχει

πρόβαλλε η αυγή
βγάζω μια κραυγή
να ξυπνήσει η λάβα απ’ το κρατήρα
σκάβω μέσα μου
φλέβα του σεισμού
για να βρω, με φως απ’ αναπτήρα

Κύκλος η σιγή
κόκκινη πληγή
συνεχείς κι ατέρμονοι χειμώνες
ήρθε ο καιρός
να παραδεχτώ
έχω να αγαπήσω κάτι αιώνες

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

διχοτόμηση

Απορώ ξανά
που ‘ναι μοιραίο να με γερνά
η κάθε μέρα η κάθε νύχτα που περνά
μια που λέω ναι
στις προσταγές σου ουρανέ
και μια που ενώνομαι στο σείσμα σου, σεισμέ

να συμβιβαστώ
μια λέω, πια, με το γραφτό
και μια να θέλω λέει να του αντισταθώ
Πώς να αντέξω πως
τη διχοτόμηση του εντός
πώς να νικήσω την ανέχεια του φωτός;

κόβομαι στα δυο
με ποιο να ζήσω τώρα «εγώ»
ποιο απ’ τα δυο να αναγνωρίζω ως εαυτό
το κομμάτι που
παλεύει λέει την μοίρα του
ή το άλλο που αφήνετ’ έρμαιο του καιρού

κλέβω αντιφεγγιές
απ’ τις πανσέληνες βραδιές
να φτιάξω στο σκοτάδι μέτωπο αρραγές
κι ίσως να σωθώμα
αν ίσως και καταστραφώ
θα χω να πω τουλάχιστον πως ήπια φως

ευτελή πειράματα

Ξέρω καλά πια
– μέγιστη ετούτη η δωρεά του χρόνου-
πως όσες γραφές και να αφήσω
σέρνοντας τις αιχμές μου
απάνω στο νωπό πηλό ,
όσα αλφάβητα κι αν αποστηθίσω
βαρβαρικά ή ελληνικά
δεν θα μπορέσω να περιγράψω
όσα, αιώνες τώρα, βαστώ μέσα μου
και που έχω πια αποδεχτεί
πως θα πεθάνουν κάποτε μαζί μου
έτσι όπως γεννηθήκαν: αμνημόνευτα

μα κι απ΄ την άλλη
ποιος ενδιαφέρεται για το τι κρύβω
μέσα στις απροσπέλαστες σπηλιές μου
ποιος για τα ευτελή πειράματα του λόγου μου
την ώρα που και τα καρβέλια
φτάσανε αισίως να ‘ναι
πιο ακριβά απ’ τα ποιήματα
κι ας έχουν και τα δυο φτιαχτεί
για να μοιράζονται.

ξέρεις...

Ξέρεις... υπάρχουν στεριές που δεν είδαν ποτέ τους καράβι
φάροι που ανωφέλευτα ρίχνουν στο πέλαος το φως
ξέρεις... υπάρχουν λαοί που ερίζουν για λίγο σιτάρι
και πεθαίνουν απλά για μια ανάλατη χούφτα νερό …

ξέρεις... υπάρχουνε μνήμες που ξορκίζονται μόνο με αίμα
κι υποτέλειες φριχτές που υποκύπτει ακόμη κι ο νους
ξέρεις... υπάρχουν παιδιά που θεός δεν τα στέργει κανένας
κι όλο είδωλα φτιάχνουν πλαστά από ψίχα ψωμιού…

κι όλο διστάζω να πω όσα έχω στο εντός μου θαμμένα
είναι καιρός που φοβάμαι να ζήσω… μα ζω
και υπάρχουν φορές που να κλαίω δεν μπορώ για κανένα
κι είναι αυτό κι απ’ το θάνατο πιο οδυνηρό ….

ξέρεις... υπάρχουν αγάπες που εγκλωβίστηκαν μέσα σε έλος
όρκοι που διαψευστήκαν πριν καλά εκστομιστούν
ξέρεις ...λένε οι ελπίδες -συνήθως- πεθαίνουν στο τέλος
κι άλλες που ξεψυχάνε προτού ν’ ανδρωθούν

Ξέρεις... υπάρχουν στιγμές που βύθιζομαι μέσα στο λάθος
και ζητώ παραθύρι ν’ ανοίξω να πάρω πνοή
ξέρεις... υπάρχουν ειδών μοναξιές, και τις βίωσα με πάθος
έλα μαζί μου ,αν θες, στο ταξίδι που δεν έχει αρχή…

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

ο φόβος του επερχόμενου θανάτου

Τα μέλη όλα της πομπής των χοηφόρων
σε κέρνους φέρνουν προσφορές οίνου ακράτου
μπαίνουν σιγά απ' το πρόπυλο των ανακτόρων
βαδίζοντας στις πλάκες πάνω του αλαβάστρου

δελφίνια παίζουν στο λουτρό της βασιλίσσης
πλάι στον πήλινο ζωγραφιστό λουτήρα
την ώρα που με φως τα λούζει ένας φεγγίτης
κι αλείφουνε δούλες την άνασσα με μύρα

Γρύπες γραπτοί κοσμούν την αίθουσα του θρόνου
κι απέξω κάποια ξένη αδημονεί πρεσβεία
φοράει ο άνακτας τους πιο ψηλούς κοθόρνους
να στέκει πιο ψηλά...έτσι είναι η εξουσία

μα ξάφνου σείεται η γη και γίνονται ένα
όλοι στο φόβο του επερχόμενου θανάτου
αυτοί που δεν είχαν δικαίωμα κανένα
με εκείνους που είχανε το χρίσμα του αθανάτου

έλα να δεις τι αποκάλυψε η σκαπάνη
την άνασσα να χει αγκαλιά την μυροφόρο
λίγο πιο πέρα κι από κάτω απ' το ταβάνι
το βασιλιά να χει αγκαλιά το δορυφόρο…

χαϊδεμένο ψεύδος

Θα τα αλλάξω όλα μια μέρα, το υπόσχομαι.
Αρχίζοντας από τους στόχους που έθεσα αιώνες πριν
όταν μεθυσμένος από τα υπερφίαλα γεννήματα της νιότης
σημάδευα πιο πάνω, πιο ψηλά απ’ ότι θα ‘πρεπε
αρνούμενος ακόμη και την ιδέα
πως πρέπει εξ’ ανάγκης και για πάντα,
ή να πατώ ή και να σέρνομαι στο χώμα…

μα τι γεμάτη που ήταν τότε η ψυχή μου
από πτήσεων όνειρα!
Και πόσο ήτανε το σώμα μου έτοιμο να υπερπηδήσει
αναστολές αιώνιες μα και μοιραία σύμφυτές του.


Όχι. Δεν θα τ’ αλλάξω όλα , το υπόσχομαι.
Και πιο πολύ ανάλλαχτους θα αφήσω τους στόχους
που έθεσα αιώνες πριν υπό τη μέθη της νεότητος.
Ίσα – ίσα τώρα, υπό το εύνοια του χρόνου που περνά,
με τη σοφία των καταμετρημένων πεπτοκότων μου άστρων
μπορώ με ασφάλεια να κρύψω όσα ονειρεύτηκα
βαθιά στη στρωματογραφία της ψυχής μου
για να γυρνώ συχνά στις ώρες της πιο στείρας μόνωσης μου
και κλείνοντας τα μάτια,
να τα ακουμπώ πολύ απαλάμε την αφή της μνήμης,
μικροί σαν να ‘ταν νεοσσοί,
και να γεμίζω τα διψασμένα ράμφη τους ευόδωση…

Κι ας είναι αυτό το πιο μικρό, το πιο κρυφό
Μα και το πιο χαϊδεμένο απ’ τα ψεύδη μου….

ευχή

Στην πορεία ετούτη έζησα πολλά
πίστεψα σε ανάξια πίστης είδωλα
έπλασα έναν κόσμο μέσα μου άσπιλο
μα ήταν από εύθραυστο πηλό

Τώρα απολογούμαι σε μια νύχτα που
το κορμί μου ορίζει και τη σκέψη μου
τα σεντόνια μου λινά είναι σάβανα
δεν θα δω το φως του ήλιου ξανά

Άσε με να σε κοιτάζω, κοίτα με
πάρε με μαζί σου άγριε ποταμέ
την αλήθεια είπα, μόνο τη μισή
ήπια από τα μάτια σου αποθέωση

Βάλε το μαχαίρι βάζω την πληγή
βάλε τη φωνή σου, βάζω τη σιγή
είναι αιώνες τώρα που μοιράζομαι
στα περήφανα «όχι» στα μοιραία «ναι»

Με μια ευχή κοιμάται ο νους μου και ξυπνά
να ξεπέρναγε με μιας τα ανθρώπινα
κι όπως θα πετά πάνω απ’ την όραση
να κερνά την άβυσσο κρασί….

όταν μου λείπεις

Φορές το σώμα μου θρασεύει
Έπαρσις ποια να το κινεί;
και λέει: «θα κόψω το σχοινί
που τις αισθήσεις μου δεσμεύει

Θα ρίξω μες τη λάβα αγκίστρι
και δίχτυα πάνω στο βουνό
σέλα θα βάλω στο κενό
στον χρόνο που περνά, καπίστρι"

Γιατί είσαι εσύ η αρχή του κόσμου
κι αν είσαι πλάι μου εδώ να
παύει ο καιρός να με γερνά
να με τρομάζει ο εαυτός μου

Κι άλλες φορές πάλι κομμάτια
κάνω τις σκέψεις και μετά
μες το μυαλό βάζω φωτιά
και χύνω νύχτα μες τα μάτια

γιατί είσαι στην αυγή μπαλκόνι
κι αθανασία στο φθαρτό
μα όταν μου λείπεις, εκατό
θανάτους η ψυχή βιώνει

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

ήθελα να σου πω

Ήθελα να σου πω για τα καράβια
Μα όχι για κείνα που συναντά
το βλέμμα σου απ’ το παράθυρο
Που έχει για θέα του το πέλαγος,
Μα για τα άλλα, που έχω μέσα μου
κατάφορτα από ελπίδες κι όνειρα
Και που τα’ αφήνω πότε -πότε να ανοιχτούν
σε πόντους αταξίδευτους ακόμη…

ήθελα να σου πω για τις αλήθειες μου
όχι εκείνες που όλοι βλέπουνε σε μένα
μα για τις άλλες που κρύβω μέσα μου
σαν τέφρα αγαπητής μορφής
σε λήκυθο ανέγγιχτη απ’ τον ήλιο

ήθελα να σου πω πολλά γιατί να ξέρεις
όσο δεν αποφασίζουμε να υψώσουμε
τις λέξεις μας στον ουρανό
τόσο τα ανεμόπτερα των τύψεων απρόσκοπτα
θα συνεχίζουν τις πτήσεις τους
κι όσο κρατάμε μέσα μας
τις σκουριασμένες κερκόπορτες
τόσο θα ανακαλούνται στη μνήμη οι προδοσίες μας...