Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007

στέρηση

στερούμαι στέρεας όρασης.
Πράγμα που μου επιτρέπει να θωρώ,
τ’ ακίνητα εν κινήσει
και τα βουνά στου ανέμου το αδιόρατο φύσημα
να σαλεύουν
βαδίζοντας ανάλαφρα κατά τη θάλασσα
και τον ουράνιο θόλο να στροβιλίζεται γύρω μου
δημιουργώντας δίνες αστρικές…
και τα νησιά να υψώνονται πιο πάνω απ’ τα νερά τους
σέρνοντας μαζί στην επιφάνεια
αρχαία λιμάνια που είχανε αιώνες να αναπνεύσουν

στερούμαι χρονικότητας.
πράγμα που μου επιτρέπει
να απαρνούμαι ενίοτε τις χρονικές βαθμίδες
μέλλον, παρόν και παρελθόν,
και έτσι άχρονος να προπορεύομαι του σώματός μου
δίχως να νιώθω πως είμαι –απλά- συνέχεια
μιας έναρξης στην οποία ποτέ δεν συγκατένευσα
μήτε και πως με περιμένει κοντά ή μακριά
αδυσώπητο ένα τέλος ανερώτητο…

στερούμαι κτητικότητας.
κι έτσι οι φωνές που μέσα μου ενοικούν
και που υψώνονται πάνω απ’ την ανοχή της ακοής μου
πάνω κι από την αντοχή της ψυχής μου,
νιώθω, να μη μου ανήκουν.
Μα πως μπορώ να απεκδυθώ
και την ευθύνης της γεννήσεώς τους
αφού πηγάζουν –αναμφίβολα- απ’ τη σάρκα μου;