Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

μια θέση στ' όνειρο

Τα πάθη μου τ’ ανθρώπινα σκύβω και προσκυνώ τα
δίψα για δόξα του μυαλού, της σάρκας για ηδονή
ξέροντας όμως τα στερνά ότι νικούν τα πρώτα
πάντα στα αισθήματα έβαζα μιαν οριογραμμή

σαν αγαλμα που ερίζουνε γι αυτό χίλια μουσεία
νιώθω, μα τ’ αποφάσισα απ’ το μάρμαρο να βγω
κι υπερνικώντας του κορμιού τη νεκρική ακαμψία
να περπατήσω αέρινος πιο πάνω απ’ τον καιρό

δεν σας αντέχω πια στεριές, βουνά δε σας αντέχω
γιατί η ψυχή μου πλάστηκε από αρμυρό νερό
δεν έχω πια υπομονή, μήτε κι ανάγκη έχω
να ζητιανεύω στ’ όνειρο, μια θέση διεκδικώ

να αποτινάξω την βαριάν αποφορά χωμάτου
θέλοντας, δρόμους στο νερό θα ανοίξω να διαβώ
δική μου είναι η ζωή, κι ας ειν’ του πεταμάτου
ετούτη μου ‘λαχε κι εγώ ετούτην αγαπώ

κι αν βυθιστώ όπως βούλιαξαν κάποια αρχαία ναυάγια
κατάφορτα πιθαμφορείς με σαμιακό κρασί
κάλλιο να ζω στη θάλασσα με του βυθού τα χάδια
παρά σ’ όσα μ’ αφήσανε με την ψυχή μισή

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

αγάπη λαχταρίζω

Πώς να μερώσω τη φωνή που όλο μου λέει: ξεκίνα !
πέρνα το ύψος των βουνών, των θαλασσών τα πλάτη
φτάσε ως την άκρη των ακριών, καν’ την ψυχή σου κύμα
κάνε το σώμα σου χορδή, κι ας τεντωθεί, κι ας σπάσει

Πώς να φιλιώσω μέσα μου τις δυο φυλές που ερίζουν
η μια κρατά από Ανατολή κι η άλλη από τη Δύση
αίμα, τα χέρια, τα μαλλιά, τα χνώτα τους μυρίζουν
για την ψυχή μου ποια απ’ τις δυο θα πάρει, θα κερδίσει

Και λέω : θέ μου βόηθα με , θέ μου ξεμίστεψέ με
απ’ του μυαλού του διχασμό κι απ’ του κορμιού τα βάρη
κι όρκο σου μνόω τον πιο φριχτό κι αν θέλεις πίστεψέ με
ποτέ μου θάλασσα μη δω, μην ξαναδώ φεγγάρι

Πώς να μπορέσω να υπερβώ τα σύνορα του κόσμου
που κάθε νύχτα τα χαλώ και κάθε αυγή τα χτίζω
δίχως φεγγίτες κι εμπατές ολόγυρα απ’ το εντός μου
κι αιώνια πένομαι από φως κι αγάπη λαχταρίζω…

Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

τι όνειρα

Βραδιάζει χάνεται το φως
κι ως του θανάτου ο αδερφός
τα βλέφαρά μου κλείνει
αδειάζει μονομιάς ο νους
και δραπετεύω σ’ ουρανούς
που χουν φεγγάρια ασήμι

Κόντρα στης μοίρας τις βουλές
φτάνω κοντά στις εκβολές
στο Δέλτα των ελπίδων
στους φόβους που καραδοκούν
πετώ για ν’ αλληλοσφαχτούν
μήλο των εσπερίδων

κι εκεί στης Στύγας το νερό
με όρκο δένω το θεό
-τι κι αν θεό δεν έχω-
να μη μου στείλει στη ζωή
ότι σιχαίνεται η ψυχή
κι ότι μπορώ να αντέξω

χαράζει, γύρω μου ερημιά
και δεν ακούω φωνή καμιά
δεν βλέπω ανθρώπου ίσκιο
σαν χέρια σφίγγουν το λαιμό
τα όνειρα που έλαχε να δω
κι απόψε μες στον ύπνο