Τα πάθη μου τ’ ανθρώπινα σκύβω και προσκυνώ τα
δίψα για δόξα του μυαλού, της σάρκας για ηδονή
ξέροντας όμως τα στερνά ότι νικούν τα πρώτα
πάντα στα αισθήματα έβαζα μιαν οριογραμμή
σαν αγαλμα που ερίζουνε γι αυτό χίλια μουσεία
νιώθω, μα τ’ αποφάσισα απ’ το μάρμαρο να βγω
κι υπερνικώντας του κορμιού τη νεκρική ακαμψία
να περπατήσω αέρινος πιο πάνω απ’ τον καιρό
δεν σας αντέχω πια στεριές, βουνά δε σας αντέχω
γιατί η ψυχή μου πλάστηκε από αρμυρό νερό
δεν έχω πια υπομονή, μήτε κι ανάγκη έχω
να ζητιανεύω στ’ όνειρο, μια θέση διεκδικώ
να αποτινάξω την βαριάν αποφορά χωμάτου
θέλοντας, δρόμους στο νερό θα ανοίξω να διαβώ
δική μου είναι η ζωή, κι ας ειν’ του πεταμάτου
ετούτη μου ‘λαχε κι εγώ ετούτην αγαπώ
κι αν βυθιστώ όπως βούλιαξαν κάποια αρχαία ναυάγια
κατάφορτα πιθαμφορείς με σαμιακό κρασί
κάλλιο να ζω στη θάλασσα με του βυθού τα χάδια
παρά σ’ όσα μ’ αφήσανε με την ψυχή μισή
Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009
μια θέση στ' όνειρο
Αναρτήθηκε από christos στις 9:02 μ.μ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλια:
Χρήστο, εδώ βλέπω επιρροές από τις μαντινάδες, που σημαίνει ζεις στη Σπάρτη αλλά την κουβαλάς την Κρήτη μέσα σου.
Πολύ ωραίο το ποίημα, πολύ ωραίο το θέμα. Εύγε!
:)
Δημοσίευση σχολίου