Τρίτη 29 Απριλίου 2008

με δίχως σώμα

Ρίχνω ένα βλέμμα στον καθρέφτη μου αδιάκριτο.
Πόσο με αλλάξανε τα χρόνια που περάσαν
και σ’ ό,τι καθρεφτίζεται και σ’ ό,τι όχι!
Τόσο που έχω ξεχάσει πλέον τα παλαιά μου πρόσωπα
-Μάσκες που υπηρέτησαν εφήμερα άλλους ρόλους:
της εφηβείας, της νεότητας, της άνδρωσης της πρώτης-
σε βεστιάρια μέσα σκοτεινά
ή στα άληστα τα ερμάρια της μνήμης…

μονάχα κάποιες νύχτες
-ωστόσο λιγοστές όσο περνούν τα χρόνια-
ωσάν να αναθυμούνται λες την παλαιάν ακμή τους
παίρνουν σε παραστάσεις μέρος ψευδαισθήσεων
σε θέατρα γεμάτα με θεατρόφιλο κενό
και πόθους πόθων,
με πειστικότητα ερμηνεύοντας περίσσια
ρόλους μιας άλλης εποχής
που δεν υπήρχε υποψία ματαιώσεως
μονάχα μεγαλόπνοα όνειρα:
της εφηβείας, της νεότητας, της άνδρωσης της πρώτης.
Μόνα τους όμως,
προσωπεία κενά, με δίχως σώμα…

Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

άνωση

θυμίζουνε οι μέρες μου,
έτσι ως περνούν βαδίζοντας η μια πίσω απ’ την άλλη,
σμήνος πουλιών που αποδημούν
από ένστικτο ,θαρρείς, ή από ανάγκη
γυρεύοντας αλλού το ακμάζον έαρ…
κι εγώ σαν θεατής
ή σαν μαθητευόμενος ακόμη οιωνοσκόπος
ν’ ακολουθώ μια τα δεξιά,
μια τα ζερβά πετάγματά τους
με την κρυφήν επιθυμία στο στήθος
να προπορευτώ –οποία αλαζονεία!-
του παρόντος μου….

κι είναι φορές που καταφέρνω να αφεθώ
στα στιβαρά μπράτσα της φαντασίας
-της μόνης ικανής να μεταβάλλει
τη μονιμότητα της θέας των ματιών μου-
τόσο που να μπορώ ακόμη και μέσα από τούτο το δωμάτιο
με τα απαράλλαχτα έπιπλα
και τις φωτογραφίες των νεκρών
που επαιτούν ανάμνηση
σε θλιβερή παράταξη τριγύρω,
να ατενίζω τη γαλάζια θάλασσα…

και τόσο η ψευδαίσθησή μου
μοιάζει ,φορές, αληθινή
που νιώθω ελαφρύς πολύ, σχεδόν αιθέριος
να επιπλέω, να αναπνέω, να σώζομαι
ωθούμενος θαρρείς στην επιφάνεια
απ’ τη μυστήρια άνωση της ποίησεως


Β' έπαινος στον ποιητικό διαγωνισμό του δήμου Ηρακλείου Κρήτης...

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

λερναίες μνήμες

Όλες μου οι μνήμες αποδείχτηκαν λερναίες
με τους λαιμούς τους τεντωμένους
έτοιμες για αποκεφαλισμό
απ’ τη ρομφαία του χρόνου.
Μα δόλιες πολύ, οι πιο πολλές τους
γνωρίζοντας καλά- εγώ αγνοώντας
την ικανότητα πολλαπλασιασμού τους
υπό την έλλειψη φωτός…

Κι έτσι τα λάθη μου επανέρχονται εις διπλούν
με προσωπεία φριχτά, γλώσσες φιδίσιες
σε κάθε του μυαλού μου αναδρομή,
σε κάθε του δωματίου μου συσκότιση.
Κι είναι τα πιο πολλά από αυτά
-μπορώ να τ’ αξιολογήσω τώρα
με τη σοφία της επίγνωσης-
πράξεων παραλείψεις ή αρνήσεις ηδονών…

Οπλίζομαι με θάρρος αμνησίας.
Θα κάψω λέω μέσα μου το της τομής σημείον
καυτηριάζοντας καλά την αναγέννηση τους
-άλλωστε ο άθλος τούτος έχει προηγούμενο-
κι έτσι ήσυχος θα κοιμηθώ απόψε…
μονάχα ένας μύχιος φόβος
βαθιά ελλοχεύει μες τα μάτια μου:
μήπως ετούτο το ξεκλήρισμα , ετούτη η σφαγή
αποτελέσει αργότερα ,το μέγιστό μου λάθος…

Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

ένα παιδί

Ένα παιδί με κοίταξε ολόισια στα μάτια
και σαν να κλώτσησε μια μπάλα ενοχής
ίσα κατά το τζάμι της αμεριμνησίας μου.
Τα χέρια του δυο σφιχτές θηλιές στο λαιμό μου.
Τα μάτια του δυο καρφιά στις παλάμες μου,
με αφύπνισαν σαν από ένα αιώνιο λήθαργο
κι ένιωσα έξαφνα την ψυχή μου ολόγυμνη
να περπατά απάνω σε γυαλιά
απάνω σε καρφιά και σε ξυράφια…

Την ώρα που με ρώταγε
«τι κόσμο μου κληροδοτείς, τι κοινωνία»;
Εγώ έριχνα τα μάτια μου βαριά πάνω στο χώμα
μην τύχει και συναντηθούν μοιραία με τα δικά του
και σώπαινα από ένοχη ντροπή
προφασιζόμενος ότι ποτέ μου δε διδάχτηκα
το έναρθρο προνόμιο του ανθρώπου…

ένα παιδί με αγκάλιασε με θέρμη
τα χέρια του δυο φυλλωμένα κλήματα υποσχόμενα καρπό.
τα μάτια του δυο περιστέρια ιπτάμενα
πάνω από την εγκατάλειψή μου
κι ένιωσα ένα ηφαίστειο αισθημάτων να ξυπνά
με κρότο αναταράσσοντας τα έγκατά μου
κι άφησα να με πάρει ετούτη η έκρηξη
και να οδηγήσει στην πυρά τον εγωισμό μου
κι άφησα την ψυχή μου να οδηγηθεί οικειοθελώς
στην πλήρη αποκόλλησή της από τον εαυτό μου.
τι ανώτερο συναίσθημα άλλωστε από αυτό
μπορεί ποτέ θνητός κανείς να νιώσει;

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

συνομωσία των περιστάσεων

Όλα τα είχα υπολογίσει με ακρίβεια χιλιοστού,
δευτερολέπτου
παλιά, όταν κατάστρωνα τα σχέδιά μου:
που θα πατήσω, που θα ανέβω, τι θα επιδιώξω
κι είχα θεσπίσει ήδη τις επινίκιες γιορτές
κι είχα διατάξει, αψίδων οικοδόμηση
για να περάσει εν πλήρει παρατάξει
η θριαμβική πομπή,
κι είχα προσωπικά επιμεληθεί ανέγερση κογχών
να φιλοξενηθούν σε μέρος σκιερό
τα αστραφτερά τα τρόπαια των μαχών μου…

έπραξα δηλαδή ανεξαιρέτως ό,τι άρμοζε
σαν ένας απ’ τους ματαιόδοξους θνητούς
που υπολογίζουν με ακρίβεια χιλιοστού,
δευτερολέπτου
μα δίχως να έχουν κατά νου τους το απροσδόκητον
μήτε και υπόνοια για την αισχρή καμιά φορά
συνομωσία των περιστάσεων…

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

ας περιμένω

Πενθώ για όλες τις μέρες που είναι να ρθουν.
Όχι γιατί έχω χάσει την ελπίδα μου στο μέλλον
-ποτέ μου δεν υπήρξα απαισιόδοξος
όσο κι αν δείχνει το αντίθετο η ποίησίς μου-
αλλά γιατί καλά γνωρίζω πως η αντοχή μου πια
απέναντι στις θλίψεις, έχει λιγοστέψει
τόσο που σκέφτομαι καμιά φορά
πως όσο ίσως γερνώ
πιότερο γίνομαι άνθρωπος….

Στρέφω το βλέμμα μου μακριά σαν από ένστικτο
-είναι επικίνδυνο πολύ να βλέπω μόνο εντός μου-
και να ! κάτι κιτρινωπά λουλούδια
αυτοφυή σε διπλανό ερείπιον κτίσμα
κι ας είναι απλά επισφράγιση της εγκατάλειψής του,
με κάνουν αυτομάτως να σκεφτώ
ξανά την άνοιξη
σε μια εποχή που είχα διαγράψει
την ύπαρξη ή την πιθανότητα
ξανά της έλευσής της…

ας περιμένω εδώ λοιπόν,
υπάρχει ελπίδα να δω κάποια στιγμή ,
ίσως κι από ώρα σε ώρα
-χαρά και λύπη αναπάντεχα κι οι δυο
κι απρόσκλητα μας έρχονται-
με μίσχους και με πράσινα φύλλα
κεκοσμημένα
και τα δικά μου ερείπια…