Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

ένα παιδί

Ένα παιδί με κοίταξε ολόισια στα μάτια
και σαν να κλώτσησε μια μπάλα ενοχής
ίσα κατά το τζάμι της αμεριμνησίας μου.
Τα χέρια του δυο σφιχτές θηλιές στο λαιμό μου.
Τα μάτια του δυο καρφιά στις παλάμες μου,
με αφύπνισαν σαν από ένα αιώνιο λήθαργο
κι ένιωσα έξαφνα την ψυχή μου ολόγυμνη
να περπατά απάνω σε γυαλιά
απάνω σε καρφιά και σε ξυράφια…

Την ώρα που με ρώταγε
«τι κόσμο μου κληροδοτείς, τι κοινωνία»;
Εγώ έριχνα τα μάτια μου βαριά πάνω στο χώμα
μην τύχει και συναντηθούν μοιραία με τα δικά του
και σώπαινα από ένοχη ντροπή
προφασιζόμενος ότι ποτέ μου δε διδάχτηκα
το έναρθρο προνόμιο του ανθρώπου…

ένα παιδί με αγκάλιασε με θέρμη
τα χέρια του δυο φυλλωμένα κλήματα υποσχόμενα καρπό.
τα μάτια του δυο περιστέρια ιπτάμενα
πάνω από την εγκατάλειψή μου
κι ένιωσα ένα ηφαίστειο αισθημάτων να ξυπνά
με κρότο αναταράσσοντας τα έγκατά μου
κι άφησα να με πάρει ετούτη η έκρηξη
και να οδηγήσει στην πυρά τον εγωισμό μου
κι άφησα την ψυχή μου να οδηγηθεί οικειοθελώς
στην πλήρη αποκόλλησή της από τον εαυτό μου.
τι ανώτερο συναίσθημα άλλωστε από αυτό
μπορεί ποτέ θνητός κανείς να νιώσει;