Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

μοναχική περιδιάβαση

Ανηφορίζω. Η Φωτοχυσία του ήλιου στα βρεγμένα μάρμαρα
εξατμίζει το μεσημέρι.
Κάποια λιθόστρωτη οδός ανοίγεται κάτω απ’ τα πέλματά μου
Και μ’ οδηγεί χωρίς περιστροφές
στα ερείπια του ναού μιας χαλκιοίκου θύμησης
που απολαμβάνει -τι άλλο έχει πια να φοβηθεί;-
την κατερείπωσή του…

Μπαίνω δειλά , στο κοίλον του θεάτρου
κι αίφνης τα διαζώματα από παντού με ζώνουν
κι οι κλίμακες κλιμακωτά με οδηγούν
πα στη σκηνή που κατασκήνωσαν οι θλίψεις
εκεί που οι περίακτοι αρνούνται επίμονα ν’ αλλάξουν σκηνικό
και το θεολογείο πεισματικά αρνείται άλλο να εκπέμπει
ελπίδων ψευδαισθήσεις από μηχανής.

ελιές ριζώνουνε εύφορες στα των εφόρων δώματα
βάτα παραβιάζουν τα άβατα των πόθων μου
η ηχώ μου χτυπημένη στα βράχια της απόγνωσης
όλο επιστρέφει μαζί με θρήνους κι οιμωγές
για όλα τα σπαράγματα των ακεραιοτήτων μου
που αιμορραγούν και βάφουν τον ορίζοντα.

Κι εκεί που λέω πως δεν υπάρχει ελπίδα
πως μοιραγέτης είναι μοναχά ο θάνατος
κάτω απ’ τους ευκαλύπτους αποκαλύπτεται εκκολαπτόμενος
δειλά – δειλά ένας έρωτας
δίνοντας αφορμή για σκέψεις της συνέχειας του αιώνος...


(βραβείο Γιάννης Φάτσης, Βόλος 2007)