Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008

γηραιά κυρία

Κυρία γηραιά σε γηραιά οικία
αναπολεί την πρότερη της νιότη,
τις –πλέον- παρελθούσες της ακμές ,
έτσι ως περιστοιχίζεται
από μικρή κι αμίλητη παρέα θανάτων,
καρφωμένων σαν σε τιμωρία πάνω σε τοίχους
ή ακουμπισμένων σε μπουφέδες και κομοδίνα.

Φορές, ρίχνει ματιές κλεφτές στα πρόσωπα
που ακινητούν προκλητικά,
σαν να γυρεύει επιβεβαίωση
πως κάποτε είχε στ’ αλήθεια ερωτευτεί,
πως είχε αρέσει κάποτε , είχε ζήσει
κι είχε και πλάι σταθεί σ’ ανθρώπους
που σήμερα ατενίζουν τ’ άστρα
χωρίς να θυμώνουν ή να σκέφτονται
ή να ονειρεύονται

Ξέρει καλά, πως ότι έχει φύγει γυρνά
μονάχα σαν ανάμνηση ή – σπάνια πλέον- σαν όνειρο νυχτερινό,
και πως εκεί μονάχα, μπορεί να απεκδυθεί
ανενδοίαστα τη ζαρωμένη σάρκα
να ξαναζήσει - σαν να ταν, τάχα, χτες-
όλους τους παλαιούς της έρωτες.

Γι αυτό κάθε πρωί ξυπνά μ’ ένα χαμόγελο
προφασιζόμενη ίλιγγο ελαφρό
σαν να ‘χε επιδοθεί σε μια ολονύκτια σαρκική γιορτή
όσο κι αν ξέρει κατά βάθος πόσο ανώφελο είναι
να ζωντανεύει το κορμί μονάχα στ’ όνειρο
πόσο φριχτό να συνειδητοποιείς την παρουσία σου
μονάχα μέσα από τις απουσίες!